Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Είναι οι Έλληνες Συντηρητικοί; (A’ Mέρος)



Του Ραφαήλ Καλυβιώτη  

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ; 
Χρόνια τώρα στην Ελλάδα, οι συζητήσεις για το τί πρεσβεύει ο ευρύτερος χώρος που οριοθετείται από το ‘πατριωτικό ΠΑΣΟΚ’ έως δεξιόθεν της ‘Νέας Δημοκρατίας’  έχουν αναμασηθεί δίχως όμως κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Παρά ταύτα, μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα απόψεων, το σίγουρο είναι ότι δεν παρήλθε το κατά Φουκουγιάμα «Τέλος των Ιδεολογιών». Και παρόλη την εκτενή αναφορά από διαφόρους αναλυτές ότι ο άξονας Αριστεράς – Δεξιάς αποτελεί παρελθόν, ένα Ιδεολογικό κενό προβάλει πιο επίκαιρο από ποτέ έπειτα από την επικείμενη διάλυση του ακροδεξιού, ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής. 
Το κενό αυτό ιστορικά πρωτοεμφανίζεται επέκεινα της πτώσεως της στρατιωτικής δικτατορίας η οποία καταλαμβάνοντας την εξουσία με τα άρματα προέβαλλε έναν σκληρό «αντι – κομμουνισμό» εκμεταλλευόμενη την ανησυχία που είχε καταβάλει το σύνολο του δυτικού κόσμου λόγω της διεξαγωγής του Ψυχρού Πολέμου. Από τη μία, η ελληνική κοινωνία ενθυμούμενη τα φρικιαστικά γεγονότα του εμφυλίου αλλά και ένεκα της κακώς εννοούμενης «έξης» σε στρατιωτικές ανατροπές της δημοκρατίας ως συχνό φαινόμενο κατά το παρελθόν, ανέχθηκε προσωρινά τα τετελεσμένα. 
Η ελληνική κοινωνία όμως εκείνης της περιόδου ήταν μία διαφορετική κοινωνία εν σχέσει με την μεταπολεμική. Η αστικοποίηση, δηλαδή η κίνηση από την ύπαιθρο στις μεγαλύτερες πόλεις προς εύρεση εργασίας, είχε σταδιακά δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που είναι απαραίτητες για την δημιουργία μίας ευρύτερης μεσαίας τάξης. Η τελευταία συναποτελείτο και από μία νέα γενιά η οποία μόνον από διηγήσεις γνώρισε τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου. Τουτέστιν, ήταν αδύνατο να μην παρασυρθεί από τα κατά Ίνγκλεχαρτ ‘μετα – υλιστικά’ αιτήματα του αριστερίστικου Μάη του ‘68. Ήταν αδύνατο δηλαδή να δεχθεί να ζήσει την ζωή της πειθαρχώντας σε ένα στρατιωτικό καθεστώς μόνο και μόνο επειδή της προσέφερε θέσεις «προστασία» από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». 
Έτσι, έπειτα από την ανατροπή  της στρατιωτικής δικτατορίας καταδικάστηκαν συλλήβδην στην συνείδηση της νέας γενιάς οι όροι  «Έθνος» και  «Πατρίδα» διότι συνδέθηκαν αναπόδραστα με τα πρόσωπα εκείνα που τα κατεχράσθηκαν, ήτοι της Χούντας. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως κοινά αποδεκτής φυσιογνωμίας συνοδεύθηκε με αυτό το ενοχικό και ευατοφοβικό συναίσθημα. Ο τελευταίος δημιούργησε ένα προσωποπαγές κόμμα στον χώρο της κεντροδεξιάς κάτω από ένα νεφελώδες πρόταγμα, αυτό του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», διότι έτσι μόνον μπορούσε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του «αντι – δεξιού» χώρου. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να εμπεριείχε στους κόλπους της Συντηρητικούς πολιτικούς, Συντηρητικούς ψηφοφόρους και Συντηρητικές αντιλήψεις αλλά η ιδρυτική της διακήρυξη ήταν γενική και ασαφής. Τόσο «ριζοσπαστικός» ήταν αυτός ο «φιλελευθερισμός» που πλήθος κρατικοποιήσεων έλαβαν χώρα επί των ημερών του βάζοντας τα λιθαράκια της καταστροφής της έννοιας «επιχειρηματικότητα». Το σύνδρομο του «κράτους της δεξιάς» διεπότιζε το «είναι» της και η απολογητική της στάση προδίκασε την κυριαρχία επικείμενου καταστροφέα της Ελλάδας, του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεσμευμένος από τις συνθήκες, αναγκάστηκε να ανεχθεί την ιδεολογία των ηττημένων του εμφυλίου. 
Εκ συστάσεώς του το ΠΑΣΟΚ εγκαινίασε έναν πολιτικό λόγο ο οποίος ήταν αμφίσημος. Από την μία αυτοπαρουσιαζόταν από το 1974 ως ένα ριζοσπαστικό «αντι» – ιμπεριαλιστικό μόρφωμα βασισμένο στις αρχές του ακροαριστερού ΠΑΚ. Αυτό εξυπηρετούσε στην προσέλκυση των μαζών εκείνων που είχαν “στενοχωρηθεί” από την ήττα του κομμουνιστικού στρατού κατά την διάρκεια του εμφυλίου. Από την άλλη, όσο πλησίαζε ο καιρός για να αναλάβει την ηγεσία εμφανιζόταν ως το «κίνημα της αλλαγής», ο «αντι» – δεξιός πόλος που διεκδικούσε την εξουσία. Από την μία οι διακηρύξεις του εντάσσονταν αναθεωρητικά στην έννοια του έθνους ως συλλογικής συνείδησης και από την άλλη προέβαλλε έναν «εθνικιστικό» χαρακτήρα τριτοκοσμικού τύπου με όχημά του το κράτος. Αυτός ο δημαγωγικός, πολυσυλλεκτικός λόγος, είχε ως επίπτωση την απαρχή μίας πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης ανάμεσα στην κοινωνία με αποτέλεσμα να ανατραπούν οποιεσδήποτε ξεκάθαρες ταυτότητες ενυπήρχαν σε αυτήν.Το κενό που αναγκάστηκε να αφήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν τόσο μεγάλο ώστε ακόμα και η έννοια  «Έθνος» να συνδεθεί με τον «Σοσιαλισμό του Ανδρέα». 
Κατά την περίοδο Σημίτη, το κράτος και πάλι απετέλεσε τον δίαυλο μέσω του οποίου ανέρχονταν σε θέσεις πανεπιστημιακές άνθρωποι ιδεοληπτικοί που ανήκαν εν τη πλειοψηφία τους στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Άνθρωποι που ενώ από την μία ήταν μακριά από την πραγματικότητα του Δυτικού τρόπου σκέψης σε σχέση με το πώς πρέπει να κατανέμεται η παραγωγή στην Ελλάδα, από την άλλη υιοθετούσαν άκριτα από τη Δύση ό, τι ήταν ικανό να κάνει πιο απαραίτητη την παρουσία τους ως οργανικούς διανοουμένους. Εισήγαγαν έτσι στην Ελλάδα με τον πιο βάναυσα ψυχολογικό τρόπο την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας». Όταν λοιπόν η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσει με ορθολογικό τρόπο το ζήτημα της μαζικής λαθρομετανάστευσης, «η δικτατορία της δημοκρατικής πολιτικής ορθότητας», μέσω των τηλεοπτικών καναλιών, κατείχε το μονοπώλιο της καταγγελίας. Όποιος δεν ήταν όμορος με τις θέσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α αναγόταν αυτομάτως σε «φασίστα». Η απολογητική ιδεολογικά κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή του νεοτέρου, ουδεμία ιδέα είχε στο πώς θα αντικρούσει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.  Προτίμησε αντ’ αυτού να σκύψει το κεφάλι και με μπόλικη δόση ηττοπάθειας να κατασκευάσει ευκαιριακά ιδεολογήματα τύπου «μεσαίου χώρου» και να επιμένει σε αυτά, την ώρα που έπρεπε να δίνει πειστικές απαντήσεις. 

Τέλος, πρέπει να  γίνει αναφορά και στην  τελευταία διακυβέρνηση. Η κυβέρνηση Σαμαρά ενώ επανέφερε στον δημόσιο λόγο τον πατριωτισμό και τη Συντηρητική Ιδεολογία είναι ανακόλουθη σε πάρα πολλές προεκτάσεις της, όπως στον ορισμό στελεχών εν αναλογία του πόσο καιρό έχουν διατελέσει σε κομματικές οργανώσεις και “αφισοκόλληση”,στην επιμονή της πορείας προς έναν αντιφιλελεύθερο μηχανισμό, ήτοι το Ευρω – Κράτος και την δημιουργία Πρωθυπουργού της Ευρώπης, την στιγμή που όλοι οι Δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί είναι αναστατωμένοι με μία τέτοια προοπτική που καταλύει την αυτοδυναμία των Εθνών – Κρατών, στην υψηλή φορολογία είτε στις επιχειρήσεις είτε στις κατοικίες καταλύοντας με τον πιο χυδαίο τρόπο το προπύργιο της φιλελεύθερης και συντηρητικής ιδεολογίας, δηλαδή της Ιδιοκτησίας.


Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/9393, Ἀντίβαρο

Αγώνας για ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς να πληγεί η κοινωνική συνοχή - Άρθρο του Αντώνη Σαμαρά


Το τοπίο αλλάζει!

- Όταν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, αυτοί που μόλις πριν δυο χρόνια υποβάθμιζαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, σήμερα την αναβαθμίζουν,
- Όταν οι διεθνείς επενδυτές, που μέχρι πρότινος απέσυραν την εμπιστοσύνη τους, σήμερα προχωρούν σε μεγάλες επενδύσεις,
- Όταν, οι ηγέτες των ισχυρών οικονομιών του πλανήτη, που μέχρι πριν δυο χρόνια έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, σήμερα εντάσσουν την Ελλάδα  στη νέα οικονομική γεωπολιτική,
-Όταν, η διεθνής κοινότητα που μιλούσε για “Grexit”, για τον κίνδυνο, δηλαδή, εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ, σήμερα μιλάει για “Grecovery”, για την ελληνικήπορεία οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης,
-Όταν η χώρα που δεν μπορούσε για χρόνια να ελέγξει τα τεράστια δημοσιονομικά της ελλείμματα, τώρα βγάζει πρωτογενή πλεονάσματα,
Τότε σίγουρα το τοπίο αλλάζει!

Βέβαια, όλα αυτά δεν έγιναν με τρόπο μαγικό, ούτε είναι «τυχαία συμπτώματα» της διεθνούς οικονομικής ανάκαμψης, που έτσι κι αλλιώς βηματίζει σημειωτόν...

Χωρίς όραμα, δουλειά και επιμονή, δεν υπάρχει επιτυχία! Σήμερα, οι θυσίες ενός ολόκληρου λαού, οι αδιάκοπες προσπάθειες της κυβέρνησης, της υγιούς επιχειρηματικότητας και όσων πονούν αυτόν τον τόπο, φαίνεται να αποδίδουν καρπούς.

Το 2012 ήταν μια χρονιά θυσιών, με μοναδικό σύμμαχο τη θέληση για μια πατρίδα που μας αξίζει.

Το 2013, περάσαμε στην άλλη όχθη: στη φάση της υλοποίησης, με αυστηρότητα και προσήλωση στον στόχο μας για μια νέα Ελλάδα! Καταφέραμε να κρατήσουμε τη χώρα στο ευρώ. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο!

Ανακτήσαμε την αξιοπιστία της χώρας μας στο εξωτερικό. Και όπως όλοι γνωρίζουν, η ανάκτηση αξιοπιστίας ανοίγει τα δρόμο για να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στις αγορές, περιορίζοντας το κόστος του χρήματος.

Με την Ελλάδα να παραμένει στο ευρώ, προχωρήσαμε ένα βήμα παραπέρα. Εξασφαλίσαμε δημοσιονομική σταθερότητα και ενίσχυση των εξαγωγών μας. Μετατρέψαμε το πρωτογενές έλλειμμα σε πλεόνασμα, για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία περίπου. Και εκμηδενίσαμε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες!

Μαζί με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αντιμετωπίσαμε και πολύ πιο δύσκολες πολύ πιο θεμελιώδεις ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι δουλεύουμε για να έρθουν νέες, ελληνικές ή ξένες υγιείς επενδύσεις. Επενδύσεις που θα προσφέρουν απασχόληση και θα τονώσουν την πραγματική οικονομία.

Γιατί χωρίς επενδύσεις δεν έρχεται Ανάπτυξη και δεν καταπολεμάται η ανεργία. Κι η ανεργία είναι το πιο άμεσο και το πιο μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, με επιπτώσεις πολύ πέραν της οικονομίας...

Πράγματι, για να πολεμήσουμε την ανεργία, χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική, χρειαζόμαστε επενδύσεις και νέα κίνητρα, και αυτό έχω επισημάνει επανειλημμένως στους εταίρους μας στην Ευρώπη: οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν θα πάνε χαμένες. Το 2014 είναι η χρονιά της ανάκαμψης, της επιστροφής στην χειροπιαστή ελπίδα!

Όλοι γνωρίζουμε ότι, σταθεροποίηση της οικονομίας δεν μπορεί να σταθεί μόνη της, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο! Δίνουμε αγώνα για την ανάκαμψη της οικονομίας, προσπαθώντας να μην πληγεί η κοινωνική συνοχή. Προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους αδύναμους, προσπαθούμε να ανακουφίσουμε τις αδικίες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, γιατί, οικονομική ανάπτυξη χωρίς κοινωνική συνοχή, δεν υπάρχει...

Η κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι και κρίση πολιτική. Πάνω απ’ όλα είναι ηθική κρίση, μια κρίση αξιών. Γι’ αυτό και αγωνιζόμαστε για μια σχέση ανάμεσα στην Πολιτεία και τον Πολίτη, για μια νέα επιχειρηματική κουλτούρα, με παιδεία, επαγγελματική κατάρτιση και κίνητρα στη δημιουργία και την καινοτομία. Επενδύσεις, χωρίς Παιδεία και κίνητρα καινοτομίας, δεν μπορούν να καρποφορήσουν.

Το τοπίο αλλάζει. Η Ελλάδα αλλάζει κι αυτό κανείς δεν μπορεί πια να το αμφισβητήσει, ούτε στο εξωτερικό και μέσα στην πατρίδα μας...

Σε δυο μήνες, η Ελλάδα αναλαμβάνει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, είναι ώρα για ομαδική δουλειά και δημιουργία. Να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, για μια Ελλάδα που ήδη διεκδικεί σημαντική θέση στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης, στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές οικονομίες, για μια Ελλάδα της δυναμικής εξωστρέφειας. Για μια Ελλάδα που μέχρι πέρσι όλοι την έβλεπαν ως πηγή αβεβαιότητας για την Ευρώπη. Ενώ σήμερα όλοι τη βλέπουν ως παράγοντα σταθερότητας σε μια όλο και πιο εκρηκτική ευρύτερη περιοχή.

Όταν ξεκίνησε η κρίση, πολλοί εξέφραζαν ανησυχίες για τις αντοχές της Ελλάδας, για τις αντοχές της δημοκρατίας μας. Άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν, τέτοιες μεγάλες κρίσεις, σε διάφορες ιστορικές στιγμές και σε διάφορα σημεία του κόσμου, είχαν κλονίσει ολόκληρες κοινωνίες κι είχαν θανάσιμα υπονομεύσει στέρεα πολιτεύματα.

Θα καταφέρουμε να νικήσουμε την κρίση ώστε να αποτρέψουμε τέτοιους κινδύνους.

Επιτυχία θα είναι να αντιστρέψουμε όλες τις αρνητικές τάσεις των τελευταίων χρόνων...

Επιτυχία πρωτίστως, θα είναι το να μην χάσει ο ελληνικός λαός την εμπιστοσύνη του σε τρία πράγματα:
-Στον εαυτό του, στην ελεύθερη αγορά και στη δημοκρατία.

Μια τέτοια επιτυχία δεν θα είναι μόνο επιτυχία του λαού μας, αλλά και νίκη της Ελλάδας και της Δημοκρατίας.



Πηγή:www.capital.gr

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ο Συντηρητισμός δεν είναι Συντηρητικός



Του Ραφαήλ Καλυβιώτη

Ένα ίσως από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Πολιτικού Φιλελευθερισμού είναι ότι απουσιάζει η έννοια, αλλά και η πραγματικότητα, αυτού που οι Συντηρητικοί ονομάζουν «Κοινότητα». Για τον Πολιτικό Φιλελευθερισμό, η ανεξάρτητη αρχή της Κοινότητας και όλα αυτά που η τελευταία συνεπάγεται όπως η εθνικότητα, η διαχρονία της ιστορίας ως τρόπος ζωής και ως βίωμα που προσδίδει ιδιαίτερο νόημα, ο πολιτισμός, η θρησκεία και η ταυτότητα απουσιάζουν. Αλλά ακόμα και όταν η Κοινότητα καθίσταται παρούσα στις αναλύσεις του Πολιτικού Φιλελευθερισμού αντιμετωπίζεται ως κάτι το δευτερογενές, ως κάτι δηλαδή που πρέπει να διασφαλίζει ότι τα μέλη που ανήκουν σε αυτήν την Κοινότητα αντιμετωπίζονται ως ίσα και συνεπώς ως ελεύθερα. Επομένως, η Κοινότητα για τους θιασώτες του Πολιτικού Φιλελευθερισμού

1)      είτε δεν έχει καμία απολύτως αξία διότι δεν πρέπει καν να υφίσταται ως δίλημμα η σύγκρουση Ατόμου – Κοινότητας (αφού το Άτομο και οι ελευθερίες του επ' ουδενί δεν πρέπει να περιορίζονται από κάποια συλλογικότητα)
2)      είτε αναγνωρίζεται ως αναγκαίο κακό και κατά αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται ως παράγωγο της ισότητας και της ελευθερίας (αφού ο μόνος λόγος ύπαρξης της Κοινότητας είναι για να διασφαλίζει ότι τα Άτομα εντός της θα παραμείνουν ελεύθερα).  

Όπως μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό, ο Συντηρητισμός ως κίνημα, έννοια και αντίληψη απορρίπτει αυτήν την πρώτη από τις δύο θέσεις του Φιλελευθερισμού διότι απαξιώνει ολοκληρωτικά την Κοινότητα που αποτελεί το θεμέλιο  συστατικό του πρώτου. Κεντρικός άξονας του Συντηρητισμού είναι η πεποίθηση ότι οι κοινές πρακτικές και οι κοινές κατανοήσεις που ενυπάρχουν σε κάθε κοινωνία πρέπει να τυγχάνουν μεγαλύτερης προσοχής. Η Κοινότητα για έναν Συντηρητικό είναι ανάγκη να γίνει αντικείμενο προστασίας και να τεθεί τουλάχιστον στην ίδια ευθεία με την ισότητα και την ελευθερία. Η προτεραιότητα του Ατόμου σε τέτοιο ακραίο βαθμό ώστε να απαξιώνεται οποιαδήποτε συλλογικότητα ως σχήμα εν δυνάμει καταπιεστικό είναι για τον Συντηρητισμό μία ακραία τοποθέτηση του Πολιτικού Φιλελευθερισμού και δεν μπορεί να βρεθεί κανένα κοινό έδαφος για συνύπαρξη αφού οδηγεί σε ένα ακραίο ατομισμό. Ο ακραίος αυτός ατομισμός με τη σειρά του οδηγεί τελολογικά στην Χομπσιανή παρατήρηση του «πολέμου των πάντων κατά πάντων» και άρα στην αναρχία.

Με την δεύτερη τοποθέτηση του Πολιτικού Φιλελευθερισμού ωστόσο, και είναι δυνατόν να υπάρξει κοινός τόπος και να συνυπάρξει ο Συντηρητισμός. Ο τελευταίος άλλωστε δέχεται την ατομική ελευθερία ως μία αδήριτη ανάγκη, ως μία κατάκτηση που οδήγησε τις κοινωνίες προς τα εμπρός και που παρεμπόδισε την κρατική αυθαιρεσία. Μέχρι αυτό το σημείο, Πολιτικός Φιλελευθερισμός και Συντηρητισμός συνταυτίζονται. Από εκεί και ύστερα όμως οι Συντηρητικοί θέτουν ένα επιπλέον υπαρξιακό ερώτημα: «Μπορεί το Άτομο να βρει νόημα στην ιδιωτεία σε μία σύγχρονη πολιτική κοινότητα»; Ενώ ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός θεωρεί ως ύψιστο πρόταγμα αυτοπραγμάτωσης τον διαχωρισμό δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, ο Συντηρητισμός ανθίσταται σε μία τέτοια αντίληψη ως ρηχή και κενή νοήματος. Όσο σημαντικό και εάν είναι να υφίσταται μία κοινωνία ελεύθερων ατόμων δεν επαρκεί από μόνη της για να εξηγήσει το γιατί αισθανόμαστε ένα ιδιαίτερο αίσθημα υποχρέωσης προς τους συμπολίτες μας εν σχέσει με τους πολίτες άλλων κρατών.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται για τον Συντηρητισμό ένας ειδικότερος προσδιορισμός της έννοιας της Κοινότητας, η έννοια του «Έθνους» ή της «Εθνικότητας» (“nationhood”) που προτάσσει την κοινωνική ενότητα και αλληλεγγύη ως μορφές συνεισφοράς των ατόμων σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα που διαθέτει ιδιαίτερα και διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις άλλες κοινότητες. Για τον Συντηρητισμό η εθνότητα αποτελεί την κινητήριο δύναμη μέσω της οποίας ένας συγκεκριμένος λαός, μίας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας και με μία συγκεκριμένη ιστορική πορεία ενώνεται για να χαράξει μία συγκεκριμένη διαδρομή. Τα άτομα τα οποία ενυπάρχουν στο έθνος εκτίθενται σε έναν κοινό εθνικό πολιτισμό, μετέχουν σε κοινούς εκπαιδευτικούς και πολιτικούς θεσμούς και μιλούν την ίδια γλώσσα. Η τελευταία αποτελεί το απαύγασμα του πολιτισμού ενός διακριτού έθνους και εμφιλοχωρεί τα διαχρονικά νοήματα τα οποία συγκροτούν την ιδιοπροσωπεία του συγκεκριμένου λαού. Το τί είδους ταυτότητα είναι αυτή που προαγάγεται σε κάθε ξεχωριστό έθνος είναι ζήτημα του ίδιου του λαού που το συγκροτεί. Στην Ελλάδα φερ' ειπείν η αποδοχή της Ορθόδοξης παράδοσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του ελληνισμού που προσδίδει μία ξεχωριστή ανάγνωση για το τί συγκροτεί τον τελευταίο. Ο πολίτης δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται ως ένα απλό νομικό πρόσκομμα, αλλά ως «Πρόσωπο» που λογοδοτεί οικειοθελώς στην Κοινότητα. Αυτή η διατήρηση της διαφορετικής ανάγνωσης της ταυτότητας του κάθε έθνους αποτελεί συστατική αξία της ιδεολογίας του Συντηρητισμού.

Η εγγενής ανησυχία του Συντηρητικού υποδείγματος για μία κοινωνία αποξενωμένων ατομιστών είναι ο λόγος που καλεί τους πολίτες να σηκώσουν το φορτίο της πολιτικής συμμετοχής. Ενώ το φιλελεύθερο ιδεώδες του ιδιωτικού βίου είναι να απελευθερωθεί η κοινωνία από τις πολιτικές παρεμβάσεις, ο Συντηρητισμός αξιώνει και υπενθυμίζει ότι η πολιτική αποτελεί πρωτίστως το μέσο για τον ιδιωτικό βίο. Το γεγονός ότι ο πολιτικός βίος κατασκευάζεται από τα μέσα ενημέρωσης, χειραγωγείται από το χρήμα και κυριαρχείται από τους «ειδικούς» αποτελεί το μεγαλύτερο κίνητρο να αυξηθούν τα δημόσια βήματα μικρότερης κλίμακας. Η αποκέντρωση επομένως σε ένα τοπικό, κοινοτιστικό ιδεώδες, και η ολοένα και μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβαση του πολίτη στην πολιτική, αποδυναμώνει την κουλτούρα εξάρτησης των παθητικών ατομιστών που δήθεν έχουν «ανάγκη από μία γραφειοκρατική καθοδήγηση». Από την άλλη, το γεγονός ότι η ελεύθερη αγορά εμφυσεί στα άτομα την ανάληψη πρωτοβουλίας δεν σημαίνει ότι διδάσκει και το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης. Αντίθετα, η μεταφορά μέρους της πολιτικής ευθύνης στα άτομα μέσω των τοπικών ενώσεων της κοινωνίας των πολιτών, αναγάγει σε ύψιστο αγαθό την ιδιότητα του πολίτη, τον κατά Walzer «κριτικό συνεργατισμό» (“critical associationalism”). Ο Συντηρητικός τοποθετείται επομένως ανάμεσα στην κουλτούρα της εξάρτησης από το κράτος και τον απρόσωπο χαρακτήρα των αγορών, προβάλλοντας ένα λησμονημένο χαρακτηριστικό αρετής, την ατομικά κοινωνική ευθύνη.

Εάν λοιπόν είναι κάτι που μπορεί να χαρακτηρίσει με πιο διαυγές τρόπο το τί πρεσβεύει η ιδεολογία του Συντηρητισμού είναι η έννοια της «Ισορροπίας». Διαφυλάσσει δηλαδή ο Συντηρητισμός την κοινωνική ειρήνη στην σύγκρουση Ατόμου – Κοινότητας επιδιώκοντας την ισορροπία ανάμεσα στην Ποικιλομορφία και την Ενότητα. Από τη μία αντιτίθεται στην «πολυπολιτισμική κοινωνία» ως ιδεολόγημα ακραίας Ποικιλομορφίας που διασαλεύει την ενότητα της κυριάρχου εθνικής κουλτούρας. Αλλά και από την άλλη, στον κάθε είδους «περφεξιονισμό» που απαγορεύει στους ανθρώπους να πράττουν αυτό που το κράτος θεωρεί κακή επιλογή ως ακραία έκφανση Ενότητας που εν τέλει συσσωρεύει τις εξουσίες στην κυβέρνηση. Ο Συντηρητισμός σε τελική ανάλυση, «αποθεώνει» την Αριστοτελική «μεσότητα» ως συστατικό αρμονίας αλλά και σταδιακής προόδου η οποία θα επιτυγχάνεται χωρίς ακραίες αντιδράσεις. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των επιτυχώς δοκιμασμένων αξιών μίας κοινωνίας διατηρώντας τα καλύτερά της στοιχεία και μην επιδιώκοντας την πρόοδο για την πρόοδο. Η έννοια της προόδου λογοδοτεί στις ανάγκες της Κοινότητας. Χρόνια τώρα στην ελληνική κοινωνία ο Συντηρητικός χώρος φορτίζεται με αρνητικό πρόσημο σε μία κατ’ εξοχήν Εθνική Κοινωνία. Ήρθε η ώρα να αρθούν οι παρεξηγήσεις.

από το Μπλε Μήλο

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

58 νέοι για τον ελληνικό συντηρητισμό


Αναγνωρίζουμε στην Δεξιά μια παράταξη-φάντασμα. Μας διαβεβαιώνουν ότι υπάρχει, αλλά εμείς δεν την βλέπουμε. Διαβάζουμε ότι κυβερνά, αλλά δεν διαπιστώνουμε να μετουσιώνονται οι ιδέες της σε πολιτική πράξη. Μοιάζει να καταλαμβάνει πολιτικό χώρο και κοινοβουλευτικές θέσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι αξίες της είναι πραγματικά εκεί, παρούσες με αξιώσεις στην πολιτική ζωή του τόπου. Η βάση της παράταξης –η σιωπηρή πλειοψηφία του ελληνικού λαού- αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως συντηρητική, αλλά τα κόμματα που αξιώνουν πως την εκπροσωπούν ακκίζονται συνήθως ως «φιλελεύθερα», αντιγράφοντας ιδεολογικά συστήματα που ελάχιστη σχέση έχουν με αυτόν τον τόπο και την εξέλιξή του.   

Διαπιστώνουμε, με ανησυχία, ότι εδώ και πολλές δεκαετίες, στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο δεξιότερα του κέντρου («Κέντρο», «Δεξιά», «Κεντροδεξιά»), δεν προτείνεται και δεν εφαρμόζεται πολιτική καθορισμένη από αρχές, αξίες, ιδέες και συγκεκριμένο όραμα για την Ελλάδα, αλλά προτείνεται και εφαρμόζεται δήθεν «διαχειριστική πολιτική», με την ελπίδα ότι οι «(κεντρο)δεξιοί» διαχειριστές θα αποδειχθούν κάπως καλύτεροι από τους «(κεντρο)αριστερούς» διαχειριστές. Διαπιστώνουμε στην πράξη ότι τα προϊόντα του κομματικού σωλήνα και της επαγγελματικής πολιτικής είναι θεμελιωδώς ασύμβατα με την μη-διαχειριστική αντίληψη για την πολιτική, με την συνέπεια, με την αξιοσύνη, με τη λογοδοσία σε στοχεύσεις που μας υπερβαίνουν. Αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας στις παραπάνω περιγραφόμενες στρεβλώσεις.   

Θεωρούμε ότι οι πολίτες που τοποθετούν τους εαυτούς τους δεξιότερα του πολιτικού κέντρου οφείλουν να δημιουργήσουν εκ νέου και εκ του μηδενός την παράταξή τους, να ορίσουν εκ νέου το τί τους κάνει να είναι, πολιτικά, αυτό που είναι. Και να πιέσουν τα κόμματα που αξιώνουν ότι εκπροσωπούν αυτήν την παράταξη να μιλήσουν με καθαρές κουβέντες, καθαρές προτάσεις, καθαρές ιεραρχήσεις και καθαρά πρόσωπα. Για να συμβεί αυτό, η παράταξη πρέπει να αντιληφθεί τον εαυτό της με την ονομασία που της πρέπει: συντηρητική παράταξη. Οι Έλληνες Συντηρητικοί. Τα υπόλοιπα είναι επεξηγήσεις, υποσημειώσεις, αστερίσκοι, προσθήκες και ιδεολογικές μειοψηφίες. Η ευρύτερη παράταξη δεξιότερα του κέντρου δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως συντηρητική.   

Ο συντηρητισμός δεν φιλοδοξεί να συντηρήσει καταστάσεις. Ο συντηρητισμός φιλοδοξεί να συντηρήσει αρχές, ιδέες, αξίες, ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων: την συσσωρευμένη πείρα του παρελθόντος για την εκτίναξη στο μέλλον. Δεδομένου του περιεχομένου αυτών των αρχών, ιδεών, αξιών, ένας νέος ελληνικός συντηρητισμός δεν μπορεί παρά να φιλοδοξεί να αλλάξει τα πάντα. Ως εκ τούτου, και παραδοξολογικά, αν κάτι μπορεί να επιφέρει την πραγματική πρόοδο στην Ελλάδα, αυτό θα ήταν ένας συνεπής συντηρητισμός.   

Μιλάμε για νέο ελληνικό συντηρητισμό:   
Νέο, διότι στην Ελλάδα δεν έχει διατυπωθεί ποτέ με σαφήνεια, διαύγεια και καθαρότητα ένα τέτοιο πρόταγμα και ένα τέτοιο διακύβευμα. Κάτι τέτοιο θα είναι πραγματικά καινοφανές, πραγματικά καινούργιο, νέο.   
Ελληνικό, διότι το διακύβευμα συνίσταται ακριβώς στο να μην αντιγράψουμε -για μια ακόμη φορά- κάποιο ξένο ιδεολόγημα από τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα, αλλά να βρούμε το πραγματικό μας πρόσωπο, την δική μας ταυτότητα και ιστορία και την αντανάκλασή της στο πολιτικό γεγονός αφομοιώνοντας γόνιμα τις έξωθεν επιρροές και καθιστώντας έτσι εφικτή την πραγματική συνεργασία μας με άλλα έθνη στο επίπεδο της φιλίας, όχι στο επίπεδο της σχέσης υποδείγματος-μιμητή. Στην Ελλάδα, και δη δεξιότερα του κέντρου, παρατηρείται αενάως μια ιδιότυπη φοβία για την δόμηση γηγενούς πολιτικού προτάγματος. Ώρα να αναδειχθεί η παράταξη ως η μη-μεταπρατική παράταξη: η παράταξη που αντιστέκεται στην πολιτισμική μίμηση και αντιγραφή στην οποία έχουμε καθηλωθεί για τόσον καιρό, που αντιστέκεται στην αντίληψη του ελληνισμού ως προϊόντος «μετακένωσης» με κίονες και χιτώνες: εξωστρεφής διότι αφομοιώνουσα, όχι μιμητική διότι υποτελής. Ελληνικό, γιατί «όσο πιο τοπικό είναι, τόσο πιο παγκόσμιο αποδεικνύεται».   
Συντηρητισμό, διότι πασχίζει να διαφυλάξει τα βέλτιστα του παρελθόντος μας, την πλέον πολύτιμη συλλογική μας εμπειρία και διαχρονία, ώστε να ετοιμάσουμε το βέλτιστο δυνατό μέλλον.   

Για πολύ καιρό προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι αυτή η παράταξη βρίσκει το πραγματικό της πρόσωπο σε δάνεια ιδεολογήματα «φιλελευθερισμού», στην ανάδειξη του φυσικού ατόμου, στην υπογράμμιση των δικαιωμάτων του και των ελευθεριών του. Σχεδόν ξεχάσαμε ότι αυτή η παράταξη συγκροτείται με άξονα το γεγονός ότι λογοδοτεί σε σύνολα: στην πατρίδα, στην οικογένεια, στην κοινότητα, στον λαό όχι ως απλό άθροισμα των πολιτών, αλλά ως απαρτία που συμπεριλαμβάνει κεκοιμημένους και αγέννητους.   

Προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι όπως στον ιστορικο-υλιστικό «σοσιαλισμό», έτσι και στον «δεξιό» φιλελευθερισμό και παντού η βάση της πολιτικής, το στοιχείο που την χαρακτηρίζει, είναι πρωτίστως η οικονομία. Ότι η πολιτική, η δημοκρατία της συνύπαρξής μας, συνίσταται πρωτίστως στις οικονομικές σχέσεις του κράτους και των ιδιωτών και δευτερευόντως σε οτιδήποτε άλλο. Αλλά εμείς οι δεξιοί πολίτες δεν ήμασταν ποτέ ιστορικοϋλιστές! Την δική μας αντίληψη για την πολιτική την καθοδηγούν αρχές και προτεραιότητες: η αξιοσύνη και αξιοκρατία, η εργατικότητα, η παράδοση-παραδεδομένη πείρα αιώνων, η αξιοπρέπεια, η αυτάρκεια, ο σεβασμός του ιερού, η φιλοτιμία, ο ρεαλισμός λόγων, ελπίδων και πράξεων. Χαώδης η διαφορά με τις προτεραιότητες του πολιτικού προσωπικού.   

Φυσικά, όσον αφορά στην οικονομία, ένας Έλληνας συντηρητικός δεν θα «συντηρούσε» την κατάσταση του άρρωστου ελλαδικού κρατισμού, θα την άλλαζε εντελώς, σμικραίνοντας ριζικά το κράτος (θα ασκούσε φιλελεύθερη οικονομική πολιτική στα πλαίσια περίπου της χριστιανοδημοκρατικής Soziale Marktwirtschaft): όχι όμως λόγω κάποιου θέσφατου για το «ελάχιστο κράτος» ή για το «μεγαλείο των ατόμων», αλλά επειδή οι συντηρητικές του αξίες θα ήταν ασυμβίβαστες με την αναξιοκρατία, την αναξιοπρέπεια, την αργομισθία και την αναποτελεσματικότητα του νεοελλαδικού κρατισμού και της σήψης του.   
Ο νέος ελληνικός συντηρητισμός επιμαρτυρεί την ανάγκη να βρίσκεται η Ελλάδα στην ενωμένη Ευρώπη, στο κέντρο των ιστορικών εξελίξεων της περιοχής μας – και προτίθεται να αγωνιστεί γι’ αυτήν. Ευρωπαϊσμός όμως δεν σημαίνει φεντεραλισμός, δεν σημαίνει ομοσπονδοποίηση: το όραμα για την ενιαία κοινότητα των ευρωπαϊκών εθνών δεν συμπεριλαμβάνει για εμάς την κατάλυση της αυτοτέλειας των δημοκρατιών και των πολιτισμών τους, την δόμηση ενός οργουελικού υπερκράτους. Όπως και οι «μεγάλοι» της Ευρώπης αυτήν την στιγμή, αντιστεκόμαστε στην διάλυση των εθνών-κρατών, τα οποία αναγνωρίζουμε ως προπύργια ελευθερίας και δημοκρατίας: αντ’ αυτού, επιδιώκουμε την εγγύτερη συνεργασία μεταξύ τους. Στην Ελλάδα οι διαφορετικές προσεγγίσεις για το θέμα της Ευρώπης θεωρούντο ανέκαθεν λίγο-πολύ ταυτόσημες ή συνώνυμες, «λεπτομέρειες»: γι’ αυτό είναι αναγκαία η σαφής διατύπωση ενός μη-φεντεραλιστικού ευρωπαϊσμού  για την χώρα μας.   

Το ζητούμενο δεν είναι η δημιουργία ενός ακόμη κόμματος: η σκέψη ότι επείγει η δημιουργία ενός ακόμη κόμματος δεξιότερα του κέντρου είναι, νομίζουμε, λανθασμένη ανάγνωση των δεδομένων. Το ρήγμα στην εκπροσώπηση της δεξιάς παράταξης του λαού από τα κόμματα είναι δομικό, δεν θεραπεύεται με καλές προθέσεις και ασυμμάζευτες φιλοδοξίες – αυτές θα καταλήξουν απλώς στα ίδια συμπτώματα. Για να θεραπευθεί αυτό το ρήγμα χρειάζεται πρώτα πολλή δουλειά και πολλή σπουδή: γι’ αυτό πιστεύουμε ότι προέχει η δημιουργία μιας δυναμικής συντηρητικής «δεξαμενής σκέψης» έξω από τα κόμματα, ενός σοβαρού ινστιτούτου πραγματικά ανεξάρτητου από τους κομματικούς μηχανισμούς που θα μελετήσει, θα προτείνει, θα διδάξει και θα διδαχθεί, θα επηρεάσει και θα εξελιχθεί. Ενός Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής. Η διατύπωση ιδεών, η κατάθεση προτάσεων, η εκπαίδευση στελεχών και η ειλικρινής πρόταξη αξιών είναι πράγματα τόσο ξένα και πρωτόγνωρα για την σημερινή Δεξιά, που και μόνον η εμφάνισή τους δύναται, πιστεύουμε, να επιφέρει τεκτονικές αλλαγές στον χώρο δεξιότερα του κέντρου και συνακόλουθα σε ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό.   

Οι μυλόπετρες των επερχόμενων ευρωεκλογών δεν επιτρέπουν ακόμα την χωρίς ιδιοτέλεια έκφραση πολιτικού προβληματισμού προσανατολισμένου σε λύσεις: εν όψει εκλογών, υφίστανται μόνο υποστηρίξεις, αλληλοστηρίξεις και συμμαχίες, κόμματα και λίστες, σε μια ρητορική τύπου «ή μαζί μας ή εναντίον μας, ή μ’ αυτούς ή μ’ εμάς». Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα ήταν σώφρον να επιχειρηθεί κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ακραίας πόλωσης και εκατέρωθεν στρατεύσεων η εμφάνιση έλλογης αντιπρότασης: θα την κατάπινε η προεκλογική πολυφωνία και παραφωνία. Ως εκ τούτων, ο ρεαλισμός επιτάσσει να ξεμυτίσει η ελπίδα ενός νέου ελληνικού συντηρητισμού μετά τις ευρωεκλογές του 2014.   
Αναπόσπαστο κομμάτι των συντηρητικών μας αξιών είναι η αξιοπρέπεια και η διαφάνεια της επωνυμίας, όχι οι ανώνυμες τοποθετήσεις. Όπως και οι υπογραφές αυτού του κειμένου, έτσι και κάθε μας παρέμβαση θα φέρει το όνομα και το επώνυμο των συντελεστών της. Αν κάτι θέλουμε να διαφοροποιήσει την παρέμβασή μας από την πολιτική οχλαγωγία, αυτό ας είναι πρωτίστως η συνέπεια, η σοβαρότητα και η αξιοπρέπεια. Οι κάτωθι υπογράφοντες δεν προερχόμαστε από την γενιά των δεινοσαύρων της μεταπολίτευσης, οι περισσότεροι γεννηθήκαμε αρκετά μετά το 1981.  Σε όσους δια βίου προοδευτικούς από την γενιά που έφερε την Ελλάδα ως εδώ ξινίσουν και ρωτήσουν «μα, τόσο νέοι και συντηρητικοί;», απαντάμε: «ναι, ακριβώς έτσι».   

Θεωρούμε ότι ο μη-ιδεολογικός, μεταπρατικός και δήθεν διαχειριστικός χαρακτήρας της σημερινής ελληνικής Δεξιάς (και η συνακόλουθη ανυπαρξία ενός μη-αριστερού πολιτικού Κέντρου) είναι ο «αδύναμος κρίκος» ολόκληρου του κομματικού συστήματος και του πολιτικού μας προβλήματος, που αν σπάσει θα συμπαρασύρει σύνολη την πολιτική γεωγραφία σε μια νέα, ελπιδοφόρα περίοδο, χαρακτηριζόμενη από την σαφήνεια, αξιοπρέπεια και συνέπεια του πολιτικού λόγου. Ώρα να μάθουμε αν αυτή η ανάγνωση έχει τον ρεαλισμό των ιστορικών αλλαγών…   

greek.conservatives@gmail.com   

[ Ονοματεπώνυμο - ηλικία - επάγγελμα/ιδιότητα/σπουδή ]   

1. Αθανασόπουλος Ελευθέριος, 30 ετών, δικηγόρος 
2. Αντωνιάδης Γεώργιος, 30 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος/διεθνολόγος 
3. Αντωνιάδης Δημήτριος, 31 ετών, υλοτόμος 
4. Βερδελής Δημήτριος, 20 ετών, σπουδαστής Νομικής ΕΚΠΑ 
5. Γιοβάνη Δήμητρα, 18 ετών, σπουδάστρια μαθηματικών ΕΚΠΑ 
6. Γραμματικού Αρετή,  29 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος 
7. Δικαίος Δημήτριος, 25 ετών, ασκούμενος δικηγόρος 
8. Ζόγκας Θωμάς, 26 ετών, οικοδομικά 
9. Θωμόπουλος Χρήστος, 40 ετών, ιατρός νευρολόγος 
10. Ιωαννίδου Αγγελική, 36 ετών, οικιακά 
11. Κανίδης Χρήστος, 36 ετών, ελεύθερος επαγγελματίας 
12. Κοκκόλης Γεώργιος, 25 ετών, δημοσιογράφος-πολιτικός επιστήμων LSE 
13. Κοντολαίμου Αγλαΐα,  36 ετών, εκπαιδευτικός-φιλόλογος MA ΕΚΠΑ) 
14. Κουρεμμένος Ιπποκράτης, 22 ετών, σπουδαστής οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς 
15. Κουρούσιη Νικολέττα, 25 ετών, μεταπτ.φοιτ. διεθνών&ευρωπαϊκών σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς 
16. Κούτρας Ευάγγελος, 29 ετών, σερβιτόρος 
17. Κωνσταντόπουλος Γεώργιος, 19 ετών, φοιτητής νομικής σχολής Αθηνών. 
18. Λιθαδιώτης Πάνος, 28 ετών, μεταπτυχιακός φοιτητής πολ. επικοινωνίας LSE 
19. Λούτσης Αιμίλιος, 29 ετών, τεχνικός 
20. Μαγκαφάς Παναγιώτης, 34 ετών, ιστορικός 
21. Μαντέλλου Αριστούλα, 32 ετών, φιλόλογος MA, Institute of Education, University of London 
22. Μάντη Μαρίνα, 27 ετών, οικονομολόγος 
23. Μητραλέξης Σωτήριος, 25 ετών, υπ. διδάκτωρ της Freie Universität Berlin 
24. Μιχαηλίδης Γεώργιος-Δημήτριος, 26 ετών, δημοσιογράφος 
25. Μιχελόγγονας Αντώνης, 20 ετών, σπουδαστής νομικής 
26. Μπαλτά Έλενα, 31 ετών, γραφίστρια 
27. Μπασδέκη Δήμητρα, 32 ετών, ιδιωτική υπάλληλος 
28. Μπόκολα Θεοδοσία, 30 ετών, δασκάλα 
29. Μπόκολας Παναγιώτης, 35 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος 
30. Μπουρλάς Φειδίας, 43 ετών, ηλ. μηχανικός ΕΜΠ 
31. Νάτση Ιωάννα, 25 ετών, κομμώτρια 
32. Νικήτας Ιωάννης, 22 ετών, δημοσιογράφος/σπουδαστής κοινωνικών επιστημών Πανεπιστημίου Αιγαίου 
33. Νίκου Ευάγγελος, 26 ετών, ηλεκτρολόγος 
34. Ξανθοπούλου Μαρία, 29 ετών, έμπορος 
35. Παπαδοπούλου Μαρία-Αγγελική, 29 ετών, διοικητικός υπἀλληλος ΠΓΝ «Λαϊκού», σπουδάστρια ΦΠΨ ΕΚΠΑ 
36. Παπανικόλα Χαρά, 30 ετών, ελεύθερη επαγγελματίας 
37. Παπανικόλας Άρης, 30 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος 
38. Παππάς Χρήστος, 25 ετών, ελεύθερος επαγγελματίας 
39. Πηλιαφάς Ανέστης, 29 ετών, ηλεκτρολόγος τηλεπικοινωνιών 
40. Σαπουνάκη Στέλλα, 25 ετών, ιδιωτική υπάλληλος/πολιτική επιστήμων 
41. Σεμσίρη Ιωάννα, 27 ετών, ιδιωτική υπάλληλος 
42. Σκόκοτα Ειρήνη, 24 ετών, αισθητικός 
43. Σταλίδης Ανδρέας, 40 ετών, δημιουργός διαδικτυακού περιοδικού «Αντίβαρο» (2001) 44. Τζιτζής Παναγιώτης Μιχαήλ, 23 ετών, σπουδαστής Ιατρικής ΑΠΘ 
45. Τζούμπας Μιχάλης, 24 ετών, λογιστής 
46. Τόλιας Κωνσταντίνος-Τιμολέων, 34 ετών, άνεργος 
47. Τούσε Χριστίνα, 27 ετών, γραφίστρια 
48. Τσαμουρλίδης Αλέξανδρος, 19 ετών, φοιτητής βαλκανικών, σλαβικών και ανατολικών σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας 
49. Τσάπαλος Όμηρος, 26 ετών, υπ. Δρ. πολιτιστικής διπλωματίας Παντείου 
50. Τσίρος Ιωάννης, 32 ετών, Msc μηχανολόγος μηχανικός 
51. Τσόχλα Εύα, 33 ετών, ψυχολόγος 
52. Φερραίος Αλέξανδρος, 24 ετών, δημοσιογράφος/σπουδαστής οικονομικών 
53. Φουντοπούλου Αγγελική, 27 ετών, βιολόγος 
54. Χατζή Κωνσταντίνα, 19 ετών, σπουδάστρια λογοθεραπείας T.E.I. Πατρών 
55. Χατζημιχαήλ Χρήστος, 33 ετών, PhD, επιστημονικός συνεργάτης Ακαδημίας Αθηνών 56. Χιόνης Σπυρίδων, 36 ετών, δικηγόρος Πειραιώς 
57. Χλιούρας Πέτρος, 24 ετών, σπουδαστής πολιτικών επιστημών Πανεπιστημίου του Marburg 
58. Χριστόπουλος Χρήστος, 20 ετών, σπουδαστής διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών Παντείου

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/9342, Ἀντίβαρο

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Όταν η Ευρώπη επιτίθεται στους πολίτες της…


του Νίκου Χιδίρογλου


Έχει κάποιο concept η Ευρώπη για το πώς θα διαχειριστεί το θέμα της μετανάστευσης; Έχει υπάρχει κάποια διαβούλευση με τους Ευρωπαίους πολίτες για το τι και πως;  Για πόσο οι Ευρωπαίοι θα υφίστανται πολιτικές που αποφασίζονται στο επίπεδο της άνευ δημοκρατικής νομιμοποίησης Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Και πως γίνεται κάποιοι να θεωρούν πως θα καταπολεμηθούν τα συμπτώματα ρατσισμού, με την εφαρμογή (ανήθικων) πολιτικών θετικών διακρίσεων (positive discrimination), που «ματώνουν» τους γηγενείς, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας όλων έναντι των νόμων; Γιατί όσοι προωθούν επιθετικά την πολυπολιτισμικότητα, αρνούνται πεισματικά (και ετσιθελικά) να λάβουν υπόψη τους πολιτισμικούς παράγοντες που δημιουργούν ασυμβατότητες και (επικίνδυνες) τριβές στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης;

Η κινητοποίηση κατά του εποικισμού τους των κυβερνητών των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, που βλέπουν τους πολίτες τους να δοκιμάζονται λόγω της οικονομικής κρίσης, ενόχλησε το ευρωπαϊκό γραφειοκρατικό κατεστημένο. Και το Συμβούλιο της Ευρώπης παρενέβη σε λάθος κατεύθυνση, χωρίς να αγγίζει την ουσία του προβλήματος: τα πολύ σοβαρά προβλήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζει σήμερα ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης. Κι εδώ παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο πολίτης πασχίζει για την υιοθέτηση πολιτικών μηδενικής ανοχής έναντι του εγκλήματος και οι κατά τόπους κυβερνήσεις, λειτουργούν με την εθνομηδενιστική & ελευθεριακή λογική που διέπει τα κοινόβια. Ίσως γιατί πολλοί εξ όσων σήμερα κυβερνούν μεγάλες χώρες στην Ευρώπη, έχουν περάσει και από αυτά. Άλλωστε, τα παραδείγματα είναι πλείστα.

Το «έργο» που σκηνοθετούν οι διορισμένοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο «πώς να διαλύσουμε τον Ευρωπαίο αστό». Κάποιοι, στριμώχνουν άσχημα και παρασύρουν τον τελευταίο προς υπερσυντηρητικές και σοβινιστικού τύπου πολιτικές επιλογές, ώστε να διασύρουν τα ιδεώδη του, να τον ενοχοποιήσουν και να βρουν πάτημα για να καταστείλουν τις προσπάθειές του να διατηρήσει τα στοιχεία της ταυτότητας και του (ουμανιστικού στη βάση του) πολιτισμού του. Να πάρει η ευχή, που είναι η ευρωπαϊκή αστική Δεξιά; Που;
από το ysterografa.gr

Ανιχνεύοντας τα άκρα


 του Γιάννη Χαραλαμπίδη


Η δημόσια συζήτηση το τελευταίο διάστημα περιστρέφεται εκτός του θέματος "Χρυσή Αυγή" και γύρω από το θέμα του αριθμού και προσδιορισμού των πολιτικών άκρων στον πολιτικό βίο της χώρας. 

Συγκεκριμένα, με αφορμή το τραγικό περιστατικό της δολοφονίας στο Κερατσίνι και της συνακόλουθης στοχοποίησης της πολυσχιδούς βίας που ασκεί η ΧΑ, έγινε προσπάθεια από αρκετούς (κι όχι μόνο από τον Χρύσανθο Λαζαρίδη) να καταδειχθεί η συμπεριφορά ομάδων και κομμάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ως επίσης βίαιη. Η προσπάθεια αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από την Αριστερά όσο και από άλλους παράγοντες του δημόσιου βίου, ακόμα και εντός των πλαισίων της συντηρητικής παράταξης.

Το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να προσθέσει μια γνώμη αναφορικά με τον αριθμό των πολιτικών άκρων ή να ονοματίσει πολιτικούς χώρους ως ακραίους ή μη. Φιλοδοξεί να κάνει κάτι μάλλον πιο χρήσιμο, να θέσει το θεωρητικό πλαίσιο καθορισμού της πολιτικής ακρότητας, όπως αυτή εννοείται στο δυτικό και ειδικότερα στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αναφοράς, όπου ανήκει και κινείται η χώρα μας. Αν επιτύχουμε αυτό, να ορίσουμε δηλαδή ποια είναι τα στοιχεία που καθιστούν κάποιον πολιτικά ακραίο, ο προσδιορισμός των ακραίων πολιτικών χώρων είναι παρεπόμενος. Επιπλέον, όταν υπάρχει ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο πολιτικής ακρότητας, η πολιτική παραφιλολογία και οι ατέρμονες εγκλήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των δημοσιολογούντων επί του θέματος, απλώς μοιάζουν κενές περιεχομένου. Να σημειώσουμε ότι γενικώς η ακρότητα ή εξτρεμισμός (extremism) πρέπει να διαχωρίζεται και να διακρίνεται από τον ριζοσπαστισμό (radicalism), έστω κι αν έχουν ιδεολογικοπολιτική εξελικτική σχέση και κάποιες φορές εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά πολιτικής έκφρασης. Ο ριζοσπαστισμός ωστόσο δεν εμφανίζει καμμία από τις δύο βασικές συντρέχουσες συνθήκες του εξτρεμισμού, τις οποίες θα δούμε παρακάτω.

Η Ελλάδα είναι ενταγμένη ως χώρα στο δυτικό πολιτικό πλαίσιο αναφοράς και ειδικότερα στο ευρωπαϊκό. Στο πλαίσιο αυτό, το μόνο αποδεκτό πολιτειακό σχήμα είναι οι διάφορες μορφές της δυτικού τύπου αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της republic. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε εδώ τις λεπτομέρειες αυτού του πολιτειακού συστήματος, θεωρούμε ως γνωστές τις βασικές του έστω παραμέτρους. Το πρώτο λοιπόν κριτήριο πολιτικής ακρότητας ή μη είναι η άνευ όρων και περιστροφών αποδοχή του. Αυτό φυσικά δεν περιλαμβάνει συζητήσεις για την ειδικότερη μορφή που θα έχει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία (προεδροκεντρική ή πρωθυπουργοκεντρική, με ένα ή δύο νομοθετικά σώματα, κλπ) αλλά αμφισβητήσεις ως προς την ίδια την ουσία του πολιτειακού και του κοινωνικού συστήματος, την ίση και ελεύθερη δράση των κομμάτων, την θεσμικά κατωχυρωμένη διακριτή λειτουργία των εξουσιών, κλπ. Για παράδειγμα, η συγκέντρωση νομοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών σε ένα φορέα, η απονομή δικαιοσύνης από όργανα πλην των δικαστικών αρχών, η άρνηση, παρακώλυση ή νόθευση των αποτελεσμάτων των δημοκρατικών εκλογών είναι μερικές μόνο από τις ενέργειες ή απόψεις που καθιστούν κάποιον πολιτικά ακραίο. Με λίγα λόγια ο μη σεβασμός των κοινά αποδεκτών αρχών της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ακολούθως, το δεύτερο κριτήριο είναι η στάση έναντι της πολιτικής βίας. Με τον όρο αυτό δεν εννοούμε αφηρημένες καταστάσεις και υποκειμενικά αντιπαθείς πολιτικές αλλά συγκεκριμένες συμπεριφορές, οι οποίες περιλαμβάνουν την λεκτική ή φυσική βία εναντίον πολιτικά, κοινωνικά, κλπ αντιπάλων ή ανεπιθυμήτων προσώπων ή ομάδων και οι οποίες πηγάζουν από κάποιας μορφής ιδεολογικό μίσος. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει σαφής και ρητή καταδίκη και εναντίωση στην κάθε μορφής και λόγω οποιασδήποτε αφορμής πολιτική βία, πολύ δε μάλλον στις περιπτώσεις χρήσης τέτοιας βίας, μιλάμε ξεκάθαρα για πολιτικό εξτρεμισμό. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η συχνή τάση πολιτικών συνόλων να αντιμετωπίζουν εμφανώς ή διακριτικά με επιλεκτικό τρόπο την βία, αναλόγως με την προέλευση ή την στόχευσή της. Στις περιπτώσεις αυτές έχουμε καταδίκη της βίας που εκπορεύεται από άλλες πολιτικές ομάδες (προφανώς αντίπαλες) ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια να απενοχοποιηθεί ή να δικαιολογηθεί η βία που προέρχεται από άλλες ομάδες (προφανώς φίλιες ή συμπαθείς). Η προσπάθεια αυτή γίνεται κυρίως με δύο τρόπους, α) με την άρνηση αναγνώρισης των συγκεκριμένων συμπεριφορών ως συμπεριφορών βίας ή β) με την επίκληση κινήτρων "δικαίου" ή "ανάγκης" (justified/necessary violence). Έτσι, στην δεύτερη αυτή επίκληση, το ηθικό βάρος της χρήσης βίας μεταφέρεται από τον πομπό στον δέκτη της, δηλαδή το "θύμα" της βίας θεωρείται και υπεύθυνο για την πρόκλησή της.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πολιτικώς δρώντα πρόσωπα ή σύνολα που είτε επιθυμούν την δραστική αλλαγή του "αστικού" πολιτειακού/κοινωνικού συστήματος, είτε μεταχειρίζονται ή δικαιολογούν την πολιτική βία είτε και τα δύο παραπάνω, βρίσκονται εντός του σαφώς οριοθετημένου πλαισίου του πολιτικού εξτρεμισμού. Αν καμμία των παραπάνω συνθηκών δεν πληρούται, τότε δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε ακραίο κάποιον, όσο κι αν διαφωνούμε με τις απόψεις του, πλην μιας περίπτωσης. Αυτή συντρέχει όταν υπάρχει σαφής παραβίαση των κοινώς και ευρέως παραδεδεγμένων και καθιερωμένων ηθικών ή κοινωνικών αξιών. Η τελευταία ωστόσο αυτή συνθήκη θεωρείται ελαστική καθώς γενικώς στις κοινωνίες εμφανίζεται η τάση να αμφισβητούνται ή να ελέγχονται οι κοινώς αποδεκτές αξίες, έτσι ώστε να μην αρκετή η αμφισβήτηση αυτή για τον ξεκάθαρο χαρακτηρισμό περί ακρότητας.

Οι υιοθετούντες ακραία ιδεολογικά σχήματα ή εμφανίζοντες ακραία πολιτική συμπεριφορά έχουν επίσης την τάση να παρουσιάζουν και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά -αυτά όμως δεν είναι και καθοριστικά ούτε αποκλειστικά. Τέτοια είναι η προσωπική στοχοποίηση του πολιτικού αντιπάλου, η μεταφορά της πολιτικής σύγκρουσης από το γενικό στο προσωπικό πεδίο, η συνομωσιολογία, η πρόσληψη και ανάλυση των πολιτικών πραγμάτων όχι βάσει του ορθολογισμού αλλά με άλλα κριτήρια, ο απροκάλυπτος λαϊκισμός, η σύνδεση του πολιτικού αγώνα με κάποια μεταφυσικής διάστασης αξία, η χρήση γενικεύσεων, η υιοθέτηση διπλών μέτρων και σταθμών, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου, ο μανιχαϊστικός τρόπος σκέψης, η εκτεταμένη συνθηματολογία, η ανωτερότητα υποκειμένων και σκοπών, η καταστροφολογία, κ.ά.

Το παραπάνω πλαίσιο και οι οριοθετήσεις του περιγράφονται πέρα από την σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία και από τα σχετικά κείμενα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης*, η οποία όπως είναι ευρέως γνωστό έχει καθιερώσει καικοινή ημέρα μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού, την 23η Αυγούστου. Τα στοιχεία και οι ορισμοί που παρατέθηκαν είναι χρήσιμοι και λειτουργικοί, και μας βοηθούν με σχετική ευκολία να αναγνωρίζουμε και να προσδιορίζουμε την πολιτική ακρότητα, με απλά και "μετρήσιμα" κριτήρια πέρα από την πολιτική ρητορική, που πολύ συχνά προκαλεί αποπροσανατολισμούς και συγχύσεις.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Η αρχή και το μέλλον του Μάκη Βορίδη


του Ναπολέοντος Λιναρδάτου




Με όλες τις επιφυλάξεις που η επιδοκιμασία για ένα πολιτικό επιβάλλει, θα λέγαμε ότι ο Μάκης Βορίδης, μέχρι στιγμής, συγκεντρώνει πολλά από τα συστατικά ενός πολιτικού που είναι αναγκαία για την έξοδο της χώρας από την υπάρχουσα πολιτική και οικονομική κρίση.



Κάθε συζήτηση για τον Μάκη Βορίδη αρχίζει με το ακροδεξιό παρελθόν του. Στην Ελλάδα το ακροαριστερό παρελθόν κάποιου πολιτικού είναι ένας τίτλος τιμής για το υπόλοιπο της ζωής του. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει για ένα παρελθόν από τα δεξιά.

Αυτό είναι και το πιο αδύνατο σημείο για τον Μάκη Βορίδη. Όμως αυτές οι πρότερες, λανθασμένες, νεανικές επιλογές εμπεριέχουν ταυτόχρονα και τα στοιχεία που κάνουν τον Μάκη Βορίδη τον πολιτικό που θέλει διαφέρει από το μεταπολιτευτικό κατεστημένο. Ο νεαρός Μάκης Βορίδης θα αφήσει τον χώρο της δεξιάς, λόγο της ανυπαρξίας πολιτικού λόγου στο χώρο αυτό. Σε συνέντευξη θα πει:

“Η πρώτη μου πολιτική ένταξη, στη Β ́ Γυμνασίου, ήταν με τη ΜΑΚΗ, τη μαθητική οργάνωση της Ν.Δ. Σύντομα, όμως, διαπίστωσα ότι αυτό που θα λέγαμε με την ορολογία της Αριστεράς «η καθοδήγησή μας» ήταν ισχνή. Συναισθανόμενος το ιδεολογικό αδιέξοδο, αρχίζω να διαβάζω κι έρχομαι σε επαφή με το ρεύμα της γαλλικής Νέας Δεξιάς, κυρίως τον Αλέν ντε Μπενουά, οι ιδέες του οποίου ήταν η απάντηση στον Μάη του ʼ68. Εκεί βρίσκω την ιδεολογική επάρκεια που έλειπε από την ελληνική Δεξιά όπως την είχα γνωρίσει. Παρατημένοι λοιπόν καθοδηγητικά και απογοητευμένοι από την ΟΝΝΕΔ, φτιάχνουμε τους Ελεύθερους Μαθητές στο Κολλέγιο”

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον καιρό που ο Μάκης Βορίδης ήταν στο λύκειο αλλά ακόμα ο χώρος της λεγόμενης δεξιάς πάσχει από την ίδια νόσο. Μπερδεύει την ευφράδεια στην κενολογία με τον πολιτικό λόγο και τον καθεστωτισμό με την μετριοπάθεια.

Στα δύο μεγαλύτερα θέματα που αντιμετωπίζει τώρα η Ελλάδα, την οικονομική κρίση και την λαθρομετανάστευση, ο Μάκης Βορίδης έχει ξεκάθαρες θέσεις. Βέβαια και το ΚΚΕ έχει ξεκάθαρες θέσεις σ΄ αυτά τα θέματα με την διαφορά ότι οι θέσεις του Βορίδη είναι επίσης ορθές.

Αντίθετα με τους φιλελεύθερους του γλυκού νερού, ο Μάκης Βορίδης έχει την δυνατότα να ομιλεί αλλά και να πείθει ένα πλατύ κοινό για τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την επιβίωση του έθνους. Σήμερα το να μπορεί κάποιος να μιλά φιλελεύθερα σε ένα ακροατήριο πέρα από τα όρια του Κολωνακίου είναι άκρως αναγκαίο.

Αντίθετα από πολλούς που εναντιώνονται στην λαθρομετανάστευση αλλά αυτή η εναντίωση μοιάζει με κραυγή μισαλλοδοξίας, ο κ. Βορίδης μιλά με επιχειρήματα και στοιχεία για την καταστροφικές συνέπειες της λαθρομετανάστευσης. 

“Αυτοπροσδιορίζομαι ως εθνικοφιλελεύθερος” είχε πει πριν από κάποιο καιρό. Σε αυτό το κράμα ίσως να βρίσκεται η συνταγή για μια νέα φιλελεύθερη δεξιά που έχει τόσο ανάγκη η χώρα. Μια νέα δεξιά που θα πιστεύει στις ατομικές ελευθερίες και τις ελεύθερες αγορές, τα εθνικά συμφέροντα και δίκαια, και την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και κληρονομιάς.

Όσο περνάει ο καιρός και ο Μάκης Βορίδης κερδίζει όλο και περισσότερη προβολή τόσο θα αυξάνεται ο πειρασμός και η πίεση για να στρογγυλοποιήσει το πολιτικό του λόγο και θέσεις. Η πίεση αυτή θα είναι πολύ ισχυρή και εκεί θα αποδειχθεί αν πραγματικά ο κ. Βορίδης είναι ένας συμβατικός μεταπολιτευτικός πολιτικός ή θα ανήκει στην τάξη των πολιτικών ηγετών που έβγαλαν την χώρα από το δρόμο της παρακμής.

Μπορεί να επιλέξει να μιλά στους Έλληνες πολίτες όπως τους μιλά η πολιτική τάξη σήμερα, δηλαδή κάτι σαν κακομαθημένους έφηβους μιας τριτοκοσμικής μπανανιάς που δεν καταλαβαίνουν και πολλά. Ή θα επιλέξει τον πιο δύσκολο δρόμο όπου θα μιλά στους πολίτες ως υπεύθυνους ενήλικες που θέλουν να ζουν σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία.
Ο χρόνος θα δείξει αν θα συνεχίσει στον δύσκολο δρόμο που μέχρι τώρα έχει επιλέξει.

Δείτε αποσπάσματα από ορισμένες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις.


από το Μπλε Μήλο

Ο Φιλελευθερισμός είναι… δύο!



του Σωτήρη Μητραλέξη


(Σημείωση: η σύγχυση των όρων δεν αναφέρεται στους αναγνώστες του Μπλε Μήλου, οι οποίοι σε γενικές γραμμές πρεσβεύουν κάτι πολύ συγκεκριμένο ως φιλελευθερισμό. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τον «φιλελευθερισμό» στην Ελλάδα, ο οποίος ενίοτε συναντάται σε «αριστερή» εκδοχή ή έχει ως πρότυπο τον... Ομπάμα.)

Είναι ο «φιλελευθερισμός» ενιαίος; Είναι συγκεκριμένος; Είναι κρυστάλλινα διαυγής; Είναι αυτονόητος και δεδομένος; Είναι ο σκέτος/ριζοσπαστικός/κοινωνικός φιλελευθερισμός η «παραδοσιακή ιδεολογία της (κεντρο)Δεξιάς»; Όπως γνωρίζει ο καθένας με μια στοιχειώδη εποπτεία της πολιτικής, δύο διαφορετικά και ενίοτε αντιθετικά πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα αποδίδονται στα ελληνικά με την λέξη «φιλελευθερισμός». Άλλο ο ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός, άλλο ο αμερικανικός, άλλο classical liberalism, άλλο libertarianism, και τα λοιπά. Στην Ελλάδα υφίσταται μια σύγχυση σχετικά με το τί ακριβώς εννοούμε με την λέξη «φιλελευθερισμός», και δεν διαφαίνεται κάποια ετοιμότητα των οπαδών του να γίνουν πιο συγκεκριμένοι, ενίοτε ούτε καν στα μικρά και «ιδεολογικώς καθαρά» φιλελεύθερα κομματίδια.


  Όταν μιλάμε για διαφορές, δεν εννοούμε λεπτές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, «στα σημεία». Πολλές φορές πρόκειται για αντιδιασταλτικά αντίθετες πολιτικές προτάσεις, και η πραγματοποίηση της μιας συνιστά τον εφιάλτη της άλλης. Οι «γνήσιοι» φιλελεύθεροι (classical liberals), όσοι παλαιότερα ονομάζονταν παντού liberals και σήμερα ονομάζονται στην Ευρώπη liberals και στην Αμερική libertarians (εδώ συμπεριλαμβάνω την στάση όλων των ρεπουμπλικανών έναντι της οικονομίας), κατηγορούν έως θανάτου τους Αμερικανούς liberals (Ομπάμα, Democratic Party) επί κρατισμώ. Το κοινωνικό κράτος που εισάγουν οι Αμερικανοί liberals, ακόμα και αυτό το ελάχιστο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, θεωρείται εσχάτη προδοσία από τους φιλελευθέρους/liberals (EU)/ libertarians και ρεπουμπλικανούς(USA), οι οποίοι το ονομάζουν καταστροφή της κοινωνίας και των ελευθεριών του ατόμου. Και λοιπά, και λοιπά. Στην Αμερική ο φιλελευθερισμός συναντάται στην κεντροαριστερά, ενώ στην Ευρώπη δορυφορεί πέριξ της κεντροδεξιάς. Στην Αμερική ο φιλελευθερισμός είναι ο μεγάλος αντίπαλος του (κατ’ εξοχήν οικονομικά φιλελευθέρου) συντηρητισμού/ρεπουμπλικανισμού, ενώ στην Ευρώπη συνήθως ο φιλελευθερισμός και ο συντηρητισμός συμπορεύονται εν όλω, εν μέρει ή εν συνεργασία, εναντίον της κεντροαριστεράς και της αριστεράς που προκρίνουν τον κρατισμό. Άντε να συνεννοηθείς μετά… Κοινώς, πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’το. 

 Για να συγκεκριμενοποιήσουμε και να κατηγοριοποιήσουμε όσο γίνεται, διακρίνονται δύο ιδεολογικές και πολιτικές προτάσεις που αποδίδονται στα ελληνικά ως «φιλελευθερισμός»: 

 (α) Ο «κλασσικός», «ευρωπαϊκός» φιλελευθερισμός, αυτό που στην Ευρώπη λέγεται liberalism, και στην Αμερική libertarianism. Επικεντρώνεται πρώτα στην οικονομία και στην μη-παρέμβαση του κράτους, ενώ το ιδανικό του είναι η σμίκρυνση του κράτους (και της κοινωνίας;) στο μικρότερο δυνατό μέγεθος και η μεγέθυνση της ατομικής πρωτοβουλίας στο μέγιστο δυνατό. Ιδανικά, όχι μόνο στα οικονομικά/κρατικά ζητήματα αλλά και στα κοινωνικά/αξιακά. Η έννοια του κοινωνικού κράτους αποτελεί κόκκινο πανί, τον απόλυτο εχθρό. Οι συντηρητικοί Αμερικανοί και οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί δίνουν παρόμοια έμφαση στην ατομική οικονομική ελευθερία, αλλά όχι και στην κοινωνική/αξιακή.

(β) Ο Αμερικανικός φιλελευθερισμός (liberalism) όπως εκφράζεται π.χ. από το Δημοκρατικό Κόμμα. Επικεντρώνεται στις ελευθερίες του ατόμου (π.χ. δικαιώματα ομοφυλοφίλων), θεωρείται κεντροαριστερός και ακκίζεται ως προοδευτικός. Στα της οικονομίας προκρίνει μια μορφή σοσιαλδημοκρατίας – δεν είναι τυχαίο ότι κατηγορείται από τους φιλελευθέρους της (α) κατηγορίας ως η ενσάρκωση του κρατισμού, βλ. Obamacare. 

Μόνο πραγματικά κοινό στοιχείο στα παραπάνω, ο ατομοκεντρισμός και ατομικισμός, η πορεία προς την πληρέστερη εξατομίκευση – στην μία περίπτωση κυρίως την κοινωνική, στην άλλην κυρίως την οικονομική. Και βαθύτερα, η θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων ως χρήσεων. Φυσικά, ούτως ή άλλως η αμερικανική πολιτική γεωγραφία διαφέρει από την ευρωπαϊκή. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ιδιαίτερο πρόβλημα που προκύπτει με τον «φιλελευθερισμό», ο οποίος σαρκώνει την κυριολεξία του «χαμένοι στην μετάφραση».

Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο Essays on Hayek (επιμ. Fritz Machlup, με πρόλογο του Milton Friedman, σ. XIV): 

 «Παρατηρείται η συνήθεια να αλλάζει το νόημα των λέξεων, ειδικά αν αυτοί που τις υιοθετούν δεν είναι προσεκτικοί μαθητές της βιβλιογραφίας ή μανιώδεις χρήστες λεξικών. Έτσι συνέβη το εξής: ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την λέξη «φιλελευθερισμός» την έχουν σταδιακά ιδιοποιηθεί πρωταθλητές του κολεκτιβισμού που απορρίπτουν τον φιλελευθερισμό με την κλασσική έννοια του όρου (όρα την εργασία μου με θέμα «Φιλελευθερισμός και η επιλογή των ελευθεριών», στο: Erich Streissler et al. (eds.), Roads to Freedom, σσ. 117-146). Οι παλαιοί φιλελεύθεροι μπορούν να συνεχίσουν να αυτοαποκαλούνται φιλελεύθεροι –χαρακτηρισμός που είναι δικαιωματικά δικός τους- αλλά το πράττουν με τον κίνδυνο να τους μπερδέψουν με τους Αμερικανούς φιλελευθέρους. Για να αποφευχθεί η σύγχυση, θα μπορούσαν να καταφύγουν είτε σε επεξηγηματικές υποσημειώσεις ή στην υιοθέτηση νέας ονομασίας για τον εαυτό τους, όπως «ελευθεριακοί» (libertarians). Η ουσιωδέστερη διαφορά είναι ότι ο κλασσικός φιλελεύθερος θέλει να απελευθερωθεί το άτομο από καταναγκαστικές παρεμβολές, κυρίως από τις παρεμβάσεις του κράτους, ενώ ο Αμερικανός φιλελεύθερος θέλει το κράτος να παρεμβαίνει σε κάθε πιθανή κατάσταση και να περιορίσει την ελευθερία δράσης του ατόμου με μια ποικιλία τρόπων για μια ποικιλία στόχων.»

 Θα υποθέταμε ότι, αυτονόητα, όταν ο Έλληνας μιλά για φιλελευθερισμό, αναφέρεται στην ευρωπαϊκή του κατανόηση αφού η Ελλάδα βρίσκεται στην Ευρώπη και δεν αποτελεί κάποια πολιτεία βορειοδυτικά του Τέξας. Έλα όμως που δεν είναι έτσι, όπως μια πρόχειρη εποπτεία του διαδικτύου μπορεί να καταδείξει… Οι συγχύσεις που προκύπτουν στα καθ’ ημάς δεν είναι ασήμαντες. Ας πούμε, όταν γράφεται από φιλελευθέρους (το αλίευσα από διαδικτυακούς κύκλους της «Δράσης») ότι ο Ομπάμα ασκεί τον «πραγματικό φιλελευθερισμό» ή ότι ο φιλελευθερισμός και ο συντηρητισμός είναι οι μεγάλοι αντίπαλοι, μοιάζει να εννοείται ο αμερικανικός φιλελευθερισμός (κάτι ούτως ή άλλως σόλοικο αφού… βρισκόμαστε στην Ευρώπη) που όντως είναι αντίπαλος του συντηρητισμού/ρεπουμπλικανισμού, ήτοι ο φιλελευθερισμός της κοινωνικής ελευθεριότητας και της σοσιαλδημοκρατικίζουσας οικονομίας. Έλα μου όμως που οι ίδιοι άνθρωποι αναφέρονται ενίοτε με τα ίδια λόγια στον… «άλλον» φιλελευθερισμό. Και τούμπαλιν. Δημιουργώντας άθελά τους ένα απίστευτο αλληλαντικρουόμενο κουβάρι. Βαβέλ. 

 Εν τω μεταξύ, η δισημία του όρου «φιλελευθερισμός» οδηγεί ενίοτε σε κωμικά καμώματα. Όταν ας πούμε οι τάλαινες Έλληνες υπήκοοι αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά στο facebook τους ως liberal ή very liberal, από τις πολλαπλές επιλογές που παρέχει το ίδιο το δίκτυο, σπάω το κεφάλι μου να βρώ τι εννοούν: πολύ αριστεροί ή πολύ δεξιοί; Ψάχνω τις αναρτήσεις για να βγάλω το συμπέρασμα, ή κοιτώ αν έχουν σπουδάσει στην Ευρώπη ή στην Αμερική. (Το facebook γνωρίζω τί εννοεί, αφού προέρχεται από τις ΗΠΑ όπου liberal σημαίνει με σαφήνεια Democratic Party, ελευθεριακότητα στα κοινωνικά θέματα και περίπου σοσιαλδημοκρατία -για τα μέτρα της Αμερικής- στα οικονομικά: με τους τάλαινες υπηκόους είναι που δυσκολεύομαι…). 

 Επαναλαμβάνουμε ότι εδώ μιλάμε για δύο κατ’ ουσίαν ριζικά διαφορετικές ιδεολογίες και προτάσεις διαχείρισης που εμφανίζονται με το ίδιο όνομα άνευ περαιτέρω προσδιοριστικών επιθέτων, δεν μιλάμε για επιπλέον κατηγοριοποιήσεις. Επί παραδείγματι, το μείγμα συντηρητισμού και φιλελευθερισμού της Θάτσερ (φιλελεύθερη οικονομία, συντηρητισμός στα κοινωνικά/αξιακά, διατήρηση αλλά αναδιαμόρφωση κοινωνικού κράτους) δεν το μνημονεύουμε καν ως διαφορετικό είδος φιλελευθερισμού: η σύγχυση υφίσταται στον όρο του φιλελευθερισμού καθ’ εαυτόν, όχι «στας παραφυάδας αυτού». 

 Αν όμως προχωρήσουμε και στις υποδιαιρέσεις, η σύγχυση περιπλέκεται έτι περαιτέρω, ειδικά δε στα καθ’ ημάς: To social liberalism, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, σημαίνει στην ευρωπαϊκή πολιτική (αλλά και στην αμερικανική του εκδοχή ως liberalism σκέτο) κυρίως και πρώτιστα την εμφατική υπογράμμιση και προώθηση όλων των «ατομικών δικαιωμάτων» (αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών, δικαιώματα και γάμοι ομοφυλοφίλων, αμβλώσεις, απομάκρυνση της Εκκλησίας από τον δημόσιο χώρο κ.α.). Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας ή του συντηρητισμού. Εδώ στην Ελλάδα παρουσιάζεται ως το πενταπόσταγμα της (κεντρο)Δεξιάς πολιτικής, με προφανή τα αδιέξοδα αφ’ ης στιγμής ο όρος εντάσσεται σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο. 

 Και, όπως έχουμε ξαναπεί, η ελλαδική πρωτοτυπία του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» μπορεί γλωσσικά να σημαίνει μόνο τα εξής: είτε κοινωνική αναρχία, αν ο φιλελευθερισμός αναφέρεται κυρίως στο κοινωνικό επίπεδο, είτε τον πλέον ακραίο («ριζοσπαστικό») νεοφιλελευθερισμό αν ο φιλελευθερισμός αναφέρεται στο οικονομικό επίπεδο («αναρχοκαπιταλισμός»). Άλλον συγκεκριμένο, λεπτομερή και ιδεολογικό καθορισμό του δεν διαθέτουμε, αλλά υποπτευόμαστε ότι ο εμπνευστής του δεν ήθελε να διατυπώσει ούτε το ένα ούτε το άλλο, μα κάτι τρίτο. 

 Παράλληλα, μοιάζει να ξεχνάμε ότι η «ελευθερία» στον «φιλελευθερισμό» είχε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο επί ψυχρού πολέμου (“frozen war” όπως τόνισε ο σύντροφος Αλέξης), οπότε και αντιδιεστέλλετο με την ανελευθερία και τον κρατισμό του υπαρκτού σοσιαλισμού – ο δυτικός κόσμος γενικώς και σε όλες του τις παραλλαγές ήταν, εν συγκρίσει με τον υπαρκτό, ελεύθερος και στο επίπεδο της κοινωνίας και της οικονομίας. Αφ’ ης στιγμής δεν υπάρχει αυτό το αντίπαλον δέος ανελευθερίας, η νοηματοδότηση της ελευθερίας από τον φιλελευθερισμό παύει να είναι τόσο αυτονόητη ή δεδομένη. (Μια πρέπουσα επικαιροποίηση θα ήταν ότι πλέον αντιδιαστέλλεται με τον… υπαρκτό σουρεαλισμό, όπως στην ελληνική περίπτωση.)

Όταν λοιπόν οι εν Ελλάδι οπαδοί του φιλελευθερισμού αποφασίσουν μεταξύ τους τί ακριβώς εννοούν με τον όρο «φιλελευθερισμός», ίσως ηρεμήσουμε κι εμείς που βλέπουμε με κάποια καχυποψία την πρόταξη αυτής της, στα καθ' ημάς τουλάχιστον, πολιτικής Βαβέλ ως την υποτίθεται ενιαία, συγκεκριμένη, κρυστάλλινα διαυγή, αυτονόητη και δεδομένη «παραδοσιακή ιδεολογία της Δεξιάς»… Μέχρι τότε, απορία ψάλτου βηξ!

από το Μπλε Μήλο