Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

58 νέοι για τον ελληνικό συντηρητισμό


Αναγνωρίζουμε στην Δεξιά μια παράταξη-φάντασμα. Μας διαβεβαιώνουν ότι υπάρχει, αλλά εμείς δεν την βλέπουμε. Διαβάζουμε ότι κυβερνά, αλλά δεν διαπιστώνουμε να μετουσιώνονται οι ιδέες της σε πολιτική πράξη. Μοιάζει να καταλαμβάνει πολιτικό χώρο και κοινοβουλευτικές θέσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι αξίες της είναι πραγματικά εκεί, παρούσες με αξιώσεις στην πολιτική ζωή του τόπου. Η βάση της παράταξης –η σιωπηρή πλειοψηφία του ελληνικού λαού- αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως συντηρητική, αλλά τα κόμματα που αξιώνουν πως την εκπροσωπούν ακκίζονται συνήθως ως «φιλελεύθερα», αντιγράφοντας ιδεολογικά συστήματα που ελάχιστη σχέση έχουν με αυτόν τον τόπο και την εξέλιξή του.   

Διαπιστώνουμε, με ανησυχία, ότι εδώ και πολλές δεκαετίες, στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο δεξιότερα του κέντρου («Κέντρο», «Δεξιά», «Κεντροδεξιά»), δεν προτείνεται και δεν εφαρμόζεται πολιτική καθορισμένη από αρχές, αξίες, ιδέες και συγκεκριμένο όραμα για την Ελλάδα, αλλά προτείνεται και εφαρμόζεται δήθεν «διαχειριστική πολιτική», με την ελπίδα ότι οι «(κεντρο)δεξιοί» διαχειριστές θα αποδειχθούν κάπως καλύτεροι από τους «(κεντρο)αριστερούς» διαχειριστές. Διαπιστώνουμε στην πράξη ότι τα προϊόντα του κομματικού σωλήνα και της επαγγελματικής πολιτικής είναι θεμελιωδώς ασύμβατα με την μη-διαχειριστική αντίληψη για την πολιτική, με την συνέπεια, με την αξιοσύνη, με τη λογοδοσία σε στοχεύσεις που μας υπερβαίνουν. Αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας στις παραπάνω περιγραφόμενες στρεβλώσεις.   

Θεωρούμε ότι οι πολίτες που τοποθετούν τους εαυτούς τους δεξιότερα του πολιτικού κέντρου οφείλουν να δημιουργήσουν εκ νέου και εκ του μηδενός την παράταξή τους, να ορίσουν εκ νέου το τί τους κάνει να είναι, πολιτικά, αυτό που είναι. Και να πιέσουν τα κόμματα που αξιώνουν ότι εκπροσωπούν αυτήν την παράταξη να μιλήσουν με καθαρές κουβέντες, καθαρές προτάσεις, καθαρές ιεραρχήσεις και καθαρά πρόσωπα. Για να συμβεί αυτό, η παράταξη πρέπει να αντιληφθεί τον εαυτό της με την ονομασία που της πρέπει: συντηρητική παράταξη. Οι Έλληνες Συντηρητικοί. Τα υπόλοιπα είναι επεξηγήσεις, υποσημειώσεις, αστερίσκοι, προσθήκες και ιδεολογικές μειοψηφίες. Η ευρύτερη παράταξη δεξιότερα του κέντρου δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως συντηρητική.   

Ο συντηρητισμός δεν φιλοδοξεί να συντηρήσει καταστάσεις. Ο συντηρητισμός φιλοδοξεί να συντηρήσει αρχές, ιδέες, αξίες, ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων: την συσσωρευμένη πείρα του παρελθόντος για την εκτίναξη στο μέλλον. Δεδομένου του περιεχομένου αυτών των αρχών, ιδεών, αξιών, ένας νέος ελληνικός συντηρητισμός δεν μπορεί παρά να φιλοδοξεί να αλλάξει τα πάντα. Ως εκ τούτου, και παραδοξολογικά, αν κάτι μπορεί να επιφέρει την πραγματική πρόοδο στην Ελλάδα, αυτό θα ήταν ένας συνεπής συντηρητισμός.   

Μιλάμε για νέο ελληνικό συντηρητισμό:   
Νέο, διότι στην Ελλάδα δεν έχει διατυπωθεί ποτέ με σαφήνεια, διαύγεια και καθαρότητα ένα τέτοιο πρόταγμα και ένα τέτοιο διακύβευμα. Κάτι τέτοιο θα είναι πραγματικά καινοφανές, πραγματικά καινούργιο, νέο.   
Ελληνικό, διότι το διακύβευμα συνίσταται ακριβώς στο να μην αντιγράψουμε -για μια ακόμη φορά- κάποιο ξένο ιδεολόγημα από τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα, αλλά να βρούμε το πραγματικό μας πρόσωπο, την δική μας ταυτότητα και ιστορία και την αντανάκλασή της στο πολιτικό γεγονός αφομοιώνοντας γόνιμα τις έξωθεν επιρροές και καθιστώντας έτσι εφικτή την πραγματική συνεργασία μας με άλλα έθνη στο επίπεδο της φιλίας, όχι στο επίπεδο της σχέσης υποδείγματος-μιμητή. Στην Ελλάδα, και δη δεξιότερα του κέντρου, παρατηρείται αενάως μια ιδιότυπη φοβία για την δόμηση γηγενούς πολιτικού προτάγματος. Ώρα να αναδειχθεί η παράταξη ως η μη-μεταπρατική παράταξη: η παράταξη που αντιστέκεται στην πολιτισμική μίμηση και αντιγραφή στην οποία έχουμε καθηλωθεί για τόσον καιρό, που αντιστέκεται στην αντίληψη του ελληνισμού ως προϊόντος «μετακένωσης» με κίονες και χιτώνες: εξωστρεφής διότι αφομοιώνουσα, όχι μιμητική διότι υποτελής. Ελληνικό, γιατί «όσο πιο τοπικό είναι, τόσο πιο παγκόσμιο αποδεικνύεται».   
Συντηρητισμό, διότι πασχίζει να διαφυλάξει τα βέλτιστα του παρελθόντος μας, την πλέον πολύτιμη συλλογική μας εμπειρία και διαχρονία, ώστε να ετοιμάσουμε το βέλτιστο δυνατό μέλλον.   

Για πολύ καιρό προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι αυτή η παράταξη βρίσκει το πραγματικό της πρόσωπο σε δάνεια ιδεολογήματα «φιλελευθερισμού», στην ανάδειξη του φυσικού ατόμου, στην υπογράμμιση των δικαιωμάτων του και των ελευθεριών του. Σχεδόν ξεχάσαμε ότι αυτή η παράταξη συγκροτείται με άξονα το γεγονός ότι λογοδοτεί σε σύνολα: στην πατρίδα, στην οικογένεια, στην κοινότητα, στον λαό όχι ως απλό άθροισμα των πολιτών, αλλά ως απαρτία που συμπεριλαμβάνει κεκοιμημένους και αγέννητους.   

Προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι όπως στον ιστορικο-υλιστικό «σοσιαλισμό», έτσι και στον «δεξιό» φιλελευθερισμό και παντού η βάση της πολιτικής, το στοιχείο που την χαρακτηρίζει, είναι πρωτίστως η οικονομία. Ότι η πολιτική, η δημοκρατία της συνύπαρξής μας, συνίσταται πρωτίστως στις οικονομικές σχέσεις του κράτους και των ιδιωτών και δευτερευόντως σε οτιδήποτε άλλο. Αλλά εμείς οι δεξιοί πολίτες δεν ήμασταν ποτέ ιστορικοϋλιστές! Την δική μας αντίληψη για την πολιτική την καθοδηγούν αρχές και προτεραιότητες: η αξιοσύνη και αξιοκρατία, η εργατικότητα, η παράδοση-παραδεδομένη πείρα αιώνων, η αξιοπρέπεια, η αυτάρκεια, ο σεβασμός του ιερού, η φιλοτιμία, ο ρεαλισμός λόγων, ελπίδων και πράξεων. Χαώδης η διαφορά με τις προτεραιότητες του πολιτικού προσωπικού.   

Φυσικά, όσον αφορά στην οικονομία, ένας Έλληνας συντηρητικός δεν θα «συντηρούσε» την κατάσταση του άρρωστου ελλαδικού κρατισμού, θα την άλλαζε εντελώς, σμικραίνοντας ριζικά το κράτος (θα ασκούσε φιλελεύθερη οικονομική πολιτική στα πλαίσια περίπου της χριστιανοδημοκρατικής Soziale Marktwirtschaft): όχι όμως λόγω κάποιου θέσφατου για το «ελάχιστο κράτος» ή για το «μεγαλείο των ατόμων», αλλά επειδή οι συντηρητικές του αξίες θα ήταν ασυμβίβαστες με την αναξιοκρατία, την αναξιοπρέπεια, την αργομισθία και την αναποτελεσματικότητα του νεοελλαδικού κρατισμού και της σήψης του.   
Ο νέος ελληνικός συντηρητισμός επιμαρτυρεί την ανάγκη να βρίσκεται η Ελλάδα στην ενωμένη Ευρώπη, στο κέντρο των ιστορικών εξελίξεων της περιοχής μας – και προτίθεται να αγωνιστεί γι’ αυτήν. Ευρωπαϊσμός όμως δεν σημαίνει φεντεραλισμός, δεν σημαίνει ομοσπονδοποίηση: το όραμα για την ενιαία κοινότητα των ευρωπαϊκών εθνών δεν συμπεριλαμβάνει για εμάς την κατάλυση της αυτοτέλειας των δημοκρατιών και των πολιτισμών τους, την δόμηση ενός οργουελικού υπερκράτους. Όπως και οι «μεγάλοι» της Ευρώπης αυτήν την στιγμή, αντιστεκόμαστε στην διάλυση των εθνών-κρατών, τα οποία αναγνωρίζουμε ως προπύργια ελευθερίας και δημοκρατίας: αντ’ αυτού, επιδιώκουμε την εγγύτερη συνεργασία μεταξύ τους. Στην Ελλάδα οι διαφορετικές προσεγγίσεις για το θέμα της Ευρώπης θεωρούντο ανέκαθεν λίγο-πολύ ταυτόσημες ή συνώνυμες, «λεπτομέρειες»: γι’ αυτό είναι αναγκαία η σαφής διατύπωση ενός μη-φεντεραλιστικού ευρωπαϊσμού  για την χώρα μας.   

Το ζητούμενο δεν είναι η δημιουργία ενός ακόμη κόμματος: η σκέψη ότι επείγει η δημιουργία ενός ακόμη κόμματος δεξιότερα του κέντρου είναι, νομίζουμε, λανθασμένη ανάγνωση των δεδομένων. Το ρήγμα στην εκπροσώπηση της δεξιάς παράταξης του λαού από τα κόμματα είναι δομικό, δεν θεραπεύεται με καλές προθέσεις και ασυμμάζευτες φιλοδοξίες – αυτές θα καταλήξουν απλώς στα ίδια συμπτώματα. Για να θεραπευθεί αυτό το ρήγμα χρειάζεται πρώτα πολλή δουλειά και πολλή σπουδή: γι’ αυτό πιστεύουμε ότι προέχει η δημιουργία μιας δυναμικής συντηρητικής «δεξαμενής σκέψης» έξω από τα κόμματα, ενός σοβαρού ινστιτούτου πραγματικά ανεξάρτητου από τους κομματικούς μηχανισμούς που θα μελετήσει, θα προτείνει, θα διδάξει και θα διδαχθεί, θα επηρεάσει και θα εξελιχθεί. Ενός Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής. Η διατύπωση ιδεών, η κατάθεση προτάσεων, η εκπαίδευση στελεχών και η ειλικρινής πρόταξη αξιών είναι πράγματα τόσο ξένα και πρωτόγνωρα για την σημερινή Δεξιά, που και μόνον η εμφάνισή τους δύναται, πιστεύουμε, να επιφέρει τεκτονικές αλλαγές στον χώρο δεξιότερα του κέντρου και συνακόλουθα σε ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό.   

Οι μυλόπετρες των επερχόμενων ευρωεκλογών δεν επιτρέπουν ακόμα την χωρίς ιδιοτέλεια έκφραση πολιτικού προβληματισμού προσανατολισμένου σε λύσεις: εν όψει εκλογών, υφίστανται μόνο υποστηρίξεις, αλληλοστηρίξεις και συμμαχίες, κόμματα και λίστες, σε μια ρητορική τύπου «ή μαζί μας ή εναντίον μας, ή μ’ αυτούς ή μ’ εμάς». Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα ήταν σώφρον να επιχειρηθεί κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ακραίας πόλωσης και εκατέρωθεν στρατεύσεων η εμφάνιση έλλογης αντιπρότασης: θα την κατάπινε η προεκλογική πολυφωνία και παραφωνία. Ως εκ τούτων, ο ρεαλισμός επιτάσσει να ξεμυτίσει η ελπίδα ενός νέου ελληνικού συντηρητισμού μετά τις ευρωεκλογές του 2014.   
Αναπόσπαστο κομμάτι των συντηρητικών μας αξιών είναι η αξιοπρέπεια και η διαφάνεια της επωνυμίας, όχι οι ανώνυμες τοποθετήσεις. Όπως και οι υπογραφές αυτού του κειμένου, έτσι και κάθε μας παρέμβαση θα φέρει το όνομα και το επώνυμο των συντελεστών της. Αν κάτι θέλουμε να διαφοροποιήσει την παρέμβασή μας από την πολιτική οχλαγωγία, αυτό ας είναι πρωτίστως η συνέπεια, η σοβαρότητα και η αξιοπρέπεια. Οι κάτωθι υπογράφοντες δεν προερχόμαστε από την γενιά των δεινοσαύρων της μεταπολίτευσης, οι περισσότεροι γεννηθήκαμε αρκετά μετά το 1981.  Σε όσους δια βίου προοδευτικούς από την γενιά που έφερε την Ελλάδα ως εδώ ξινίσουν και ρωτήσουν «μα, τόσο νέοι και συντηρητικοί;», απαντάμε: «ναι, ακριβώς έτσι».   

Θεωρούμε ότι ο μη-ιδεολογικός, μεταπρατικός και δήθεν διαχειριστικός χαρακτήρας της σημερινής ελληνικής Δεξιάς (και η συνακόλουθη ανυπαρξία ενός μη-αριστερού πολιτικού Κέντρου) είναι ο «αδύναμος κρίκος» ολόκληρου του κομματικού συστήματος και του πολιτικού μας προβλήματος, που αν σπάσει θα συμπαρασύρει σύνολη την πολιτική γεωγραφία σε μια νέα, ελπιδοφόρα περίοδο, χαρακτηριζόμενη από την σαφήνεια, αξιοπρέπεια και συνέπεια του πολιτικού λόγου. Ώρα να μάθουμε αν αυτή η ανάγνωση έχει τον ρεαλισμό των ιστορικών αλλαγών…   

greek.conservatives@gmail.com   

[ Ονοματεπώνυμο - ηλικία - επάγγελμα/ιδιότητα/σπουδή ]   

1. Αθανασόπουλος Ελευθέριος, 30 ετών, δικηγόρος 
2. Αντωνιάδης Γεώργιος, 30 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος/διεθνολόγος 
3. Αντωνιάδης Δημήτριος, 31 ετών, υλοτόμος 
4. Βερδελής Δημήτριος, 20 ετών, σπουδαστής Νομικής ΕΚΠΑ 
5. Γιοβάνη Δήμητρα, 18 ετών, σπουδάστρια μαθηματικών ΕΚΠΑ 
6. Γραμματικού Αρετή,  29 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος 
7. Δικαίος Δημήτριος, 25 ετών, ασκούμενος δικηγόρος 
8. Ζόγκας Θωμάς, 26 ετών, οικοδομικά 
9. Θωμόπουλος Χρήστος, 40 ετών, ιατρός νευρολόγος 
10. Ιωαννίδου Αγγελική, 36 ετών, οικιακά 
11. Κανίδης Χρήστος, 36 ετών, ελεύθερος επαγγελματίας 
12. Κοκκόλης Γεώργιος, 25 ετών, δημοσιογράφος-πολιτικός επιστήμων LSE 
13. Κοντολαίμου Αγλαΐα,  36 ετών, εκπαιδευτικός-φιλόλογος MA ΕΚΠΑ) 
14. Κουρεμμένος Ιπποκράτης, 22 ετών, σπουδαστής οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς 
15. Κουρούσιη Νικολέττα, 25 ετών, μεταπτ.φοιτ. διεθνών&ευρωπαϊκών σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς 
16. Κούτρας Ευάγγελος, 29 ετών, σερβιτόρος 
17. Κωνσταντόπουλος Γεώργιος, 19 ετών, φοιτητής νομικής σχολής Αθηνών. 
18. Λιθαδιώτης Πάνος, 28 ετών, μεταπτυχιακός φοιτητής πολ. επικοινωνίας LSE 
19. Λούτσης Αιμίλιος, 29 ετών, τεχνικός 
20. Μαγκαφάς Παναγιώτης, 34 ετών, ιστορικός 
21. Μαντέλλου Αριστούλα, 32 ετών, φιλόλογος MA, Institute of Education, University of London 
22. Μάντη Μαρίνα, 27 ετών, οικονομολόγος 
23. Μητραλέξης Σωτήριος, 25 ετών, υπ. διδάκτωρ της Freie Universität Berlin 
24. Μιχαηλίδης Γεώργιος-Δημήτριος, 26 ετών, δημοσιογράφος 
25. Μιχελόγγονας Αντώνης, 20 ετών, σπουδαστής νομικής 
26. Μπαλτά Έλενα, 31 ετών, γραφίστρια 
27. Μπασδέκη Δήμητρα, 32 ετών, ιδιωτική υπάλληλος 
28. Μπόκολα Θεοδοσία, 30 ετών, δασκάλα 
29. Μπόκολας Παναγιώτης, 35 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος 
30. Μπουρλάς Φειδίας, 43 ετών, ηλ. μηχανικός ΕΜΠ 
31. Νάτση Ιωάννα, 25 ετών, κομμώτρια 
32. Νικήτας Ιωάννης, 22 ετών, δημοσιογράφος/σπουδαστής κοινωνικών επιστημών Πανεπιστημίου Αιγαίου 
33. Νίκου Ευάγγελος, 26 ετών, ηλεκτρολόγος 
34. Ξανθοπούλου Μαρία, 29 ετών, έμπορος 
35. Παπαδοπούλου Μαρία-Αγγελική, 29 ετών, διοικητικός υπἀλληλος ΠΓΝ «Λαϊκού», σπουδάστρια ΦΠΨ ΕΚΠΑ 
36. Παπανικόλα Χαρά, 30 ετών, ελεύθερη επαγγελματίας 
37. Παπανικόλας Άρης, 30 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος 
38. Παππάς Χρήστος, 25 ετών, ελεύθερος επαγγελματίας 
39. Πηλιαφάς Ανέστης, 29 ετών, ηλεκτρολόγος τηλεπικοινωνιών 
40. Σαπουνάκη Στέλλα, 25 ετών, ιδιωτική υπάλληλος/πολιτική επιστήμων 
41. Σεμσίρη Ιωάννα, 27 ετών, ιδιωτική υπάλληλος 
42. Σκόκοτα Ειρήνη, 24 ετών, αισθητικός 
43. Σταλίδης Ανδρέας, 40 ετών, δημιουργός διαδικτυακού περιοδικού «Αντίβαρο» (2001) 44. Τζιτζής Παναγιώτης Μιχαήλ, 23 ετών, σπουδαστής Ιατρικής ΑΠΘ 
45. Τζούμπας Μιχάλης, 24 ετών, λογιστής 
46. Τόλιας Κωνσταντίνος-Τιμολέων, 34 ετών, άνεργος 
47. Τούσε Χριστίνα, 27 ετών, γραφίστρια 
48. Τσαμουρλίδης Αλέξανδρος, 19 ετών, φοιτητής βαλκανικών, σλαβικών και ανατολικών σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας 
49. Τσάπαλος Όμηρος, 26 ετών, υπ. Δρ. πολιτιστικής διπλωματίας Παντείου 
50. Τσίρος Ιωάννης, 32 ετών, Msc μηχανολόγος μηχανικός 
51. Τσόχλα Εύα, 33 ετών, ψυχολόγος 
52. Φερραίος Αλέξανδρος, 24 ετών, δημοσιογράφος/σπουδαστής οικονομικών 
53. Φουντοπούλου Αγγελική, 27 ετών, βιολόγος 
54. Χατζή Κωνσταντίνα, 19 ετών, σπουδάστρια λογοθεραπείας T.E.I. Πατρών 
55. Χατζημιχαήλ Χρήστος, 33 ετών, PhD, επιστημονικός συνεργάτης Ακαδημίας Αθηνών 56. Χιόνης Σπυρίδων, 36 ετών, δικηγόρος Πειραιώς 
57. Χλιούρας Πέτρος, 24 ετών, σπουδαστής πολιτικών επιστημών Πανεπιστημίου του Marburg 
58. Χριστόπουλος Χρήστος, 20 ετών, σπουδαστής διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών Παντείου

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/9342, Ἀντίβαρο

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Όταν η Ευρώπη επιτίθεται στους πολίτες της…


του Νίκου Χιδίρογλου


Έχει κάποιο concept η Ευρώπη για το πώς θα διαχειριστεί το θέμα της μετανάστευσης; Έχει υπάρχει κάποια διαβούλευση με τους Ευρωπαίους πολίτες για το τι και πως;  Για πόσο οι Ευρωπαίοι θα υφίστανται πολιτικές που αποφασίζονται στο επίπεδο της άνευ δημοκρατικής νομιμοποίησης Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Και πως γίνεται κάποιοι να θεωρούν πως θα καταπολεμηθούν τα συμπτώματα ρατσισμού, με την εφαρμογή (ανήθικων) πολιτικών θετικών διακρίσεων (positive discrimination), που «ματώνουν» τους γηγενείς, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας όλων έναντι των νόμων; Γιατί όσοι προωθούν επιθετικά την πολυπολιτισμικότητα, αρνούνται πεισματικά (και ετσιθελικά) να λάβουν υπόψη τους πολιτισμικούς παράγοντες που δημιουργούν ασυμβατότητες και (επικίνδυνες) τριβές στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης;

Η κινητοποίηση κατά του εποικισμού τους των κυβερνητών των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, που βλέπουν τους πολίτες τους να δοκιμάζονται λόγω της οικονομικής κρίσης, ενόχλησε το ευρωπαϊκό γραφειοκρατικό κατεστημένο. Και το Συμβούλιο της Ευρώπης παρενέβη σε λάθος κατεύθυνση, χωρίς να αγγίζει την ουσία του προβλήματος: τα πολύ σοβαρά προβλήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζει σήμερα ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης. Κι εδώ παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο πολίτης πασχίζει για την υιοθέτηση πολιτικών μηδενικής ανοχής έναντι του εγκλήματος και οι κατά τόπους κυβερνήσεις, λειτουργούν με την εθνομηδενιστική & ελευθεριακή λογική που διέπει τα κοινόβια. Ίσως γιατί πολλοί εξ όσων σήμερα κυβερνούν μεγάλες χώρες στην Ευρώπη, έχουν περάσει και από αυτά. Άλλωστε, τα παραδείγματα είναι πλείστα.

Το «έργο» που σκηνοθετούν οι διορισμένοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο «πώς να διαλύσουμε τον Ευρωπαίο αστό». Κάποιοι, στριμώχνουν άσχημα και παρασύρουν τον τελευταίο προς υπερσυντηρητικές και σοβινιστικού τύπου πολιτικές επιλογές, ώστε να διασύρουν τα ιδεώδη του, να τον ενοχοποιήσουν και να βρουν πάτημα για να καταστείλουν τις προσπάθειές του να διατηρήσει τα στοιχεία της ταυτότητας και του (ουμανιστικού στη βάση του) πολιτισμού του. Να πάρει η ευχή, που είναι η ευρωπαϊκή αστική Δεξιά; Που;
από το ysterografa.gr

Ανιχνεύοντας τα άκρα


 του Γιάννη Χαραλαμπίδη


Η δημόσια συζήτηση το τελευταίο διάστημα περιστρέφεται εκτός του θέματος "Χρυσή Αυγή" και γύρω από το θέμα του αριθμού και προσδιορισμού των πολιτικών άκρων στον πολιτικό βίο της χώρας. 

Συγκεκριμένα, με αφορμή το τραγικό περιστατικό της δολοφονίας στο Κερατσίνι και της συνακόλουθης στοχοποίησης της πολυσχιδούς βίας που ασκεί η ΧΑ, έγινε προσπάθεια από αρκετούς (κι όχι μόνο από τον Χρύσανθο Λαζαρίδη) να καταδειχθεί η συμπεριφορά ομάδων και κομμάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ως επίσης βίαιη. Η προσπάθεια αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από την Αριστερά όσο και από άλλους παράγοντες του δημόσιου βίου, ακόμα και εντός των πλαισίων της συντηρητικής παράταξης.

Το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να προσθέσει μια γνώμη αναφορικά με τον αριθμό των πολιτικών άκρων ή να ονοματίσει πολιτικούς χώρους ως ακραίους ή μη. Φιλοδοξεί να κάνει κάτι μάλλον πιο χρήσιμο, να θέσει το θεωρητικό πλαίσιο καθορισμού της πολιτικής ακρότητας, όπως αυτή εννοείται στο δυτικό και ειδικότερα στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αναφοράς, όπου ανήκει και κινείται η χώρα μας. Αν επιτύχουμε αυτό, να ορίσουμε δηλαδή ποια είναι τα στοιχεία που καθιστούν κάποιον πολιτικά ακραίο, ο προσδιορισμός των ακραίων πολιτικών χώρων είναι παρεπόμενος. Επιπλέον, όταν υπάρχει ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο πολιτικής ακρότητας, η πολιτική παραφιλολογία και οι ατέρμονες εγκλήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των δημοσιολογούντων επί του θέματος, απλώς μοιάζουν κενές περιεχομένου. Να σημειώσουμε ότι γενικώς η ακρότητα ή εξτρεμισμός (extremism) πρέπει να διαχωρίζεται και να διακρίνεται από τον ριζοσπαστισμό (radicalism), έστω κι αν έχουν ιδεολογικοπολιτική εξελικτική σχέση και κάποιες φορές εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά πολιτικής έκφρασης. Ο ριζοσπαστισμός ωστόσο δεν εμφανίζει καμμία από τις δύο βασικές συντρέχουσες συνθήκες του εξτρεμισμού, τις οποίες θα δούμε παρακάτω.

Η Ελλάδα είναι ενταγμένη ως χώρα στο δυτικό πολιτικό πλαίσιο αναφοράς και ειδικότερα στο ευρωπαϊκό. Στο πλαίσιο αυτό, το μόνο αποδεκτό πολιτειακό σχήμα είναι οι διάφορες μορφές της δυτικού τύπου αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της republic. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε εδώ τις λεπτομέρειες αυτού του πολιτειακού συστήματος, θεωρούμε ως γνωστές τις βασικές του έστω παραμέτρους. Το πρώτο λοιπόν κριτήριο πολιτικής ακρότητας ή μη είναι η άνευ όρων και περιστροφών αποδοχή του. Αυτό φυσικά δεν περιλαμβάνει συζητήσεις για την ειδικότερη μορφή που θα έχει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία (προεδροκεντρική ή πρωθυπουργοκεντρική, με ένα ή δύο νομοθετικά σώματα, κλπ) αλλά αμφισβητήσεις ως προς την ίδια την ουσία του πολιτειακού και του κοινωνικού συστήματος, την ίση και ελεύθερη δράση των κομμάτων, την θεσμικά κατωχυρωμένη διακριτή λειτουργία των εξουσιών, κλπ. Για παράδειγμα, η συγκέντρωση νομοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών σε ένα φορέα, η απονομή δικαιοσύνης από όργανα πλην των δικαστικών αρχών, η άρνηση, παρακώλυση ή νόθευση των αποτελεσμάτων των δημοκρατικών εκλογών είναι μερικές μόνο από τις ενέργειες ή απόψεις που καθιστούν κάποιον πολιτικά ακραίο. Με λίγα λόγια ο μη σεβασμός των κοινά αποδεκτών αρχών της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ακολούθως, το δεύτερο κριτήριο είναι η στάση έναντι της πολιτικής βίας. Με τον όρο αυτό δεν εννοούμε αφηρημένες καταστάσεις και υποκειμενικά αντιπαθείς πολιτικές αλλά συγκεκριμένες συμπεριφορές, οι οποίες περιλαμβάνουν την λεκτική ή φυσική βία εναντίον πολιτικά, κοινωνικά, κλπ αντιπάλων ή ανεπιθυμήτων προσώπων ή ομάδων και οι οποίες πηγάζουν από κάποιας μορφής ιδεολογικό μίσος. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει σαφής και ρητή καταδίκη και εναντίωση στην κάθε μορφής και λόγω οποιασδήποτε αφορμής πολιτική βία, πολύ δε μάλλον στις περιπτώσεις χρήσης τέτοιας βίας, μιλάμε ξεκάθαρα για πολιτικό εξτρεμισμό. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η συχνή τάση πολιτικών συνόλων να αντιμετωπίζουν εμφανώς ή διακριτικά με επιλεκτικό τρόπο την βία, αναλόγως με την προέλευση ή την στόχευσή της. Στις περιπτώσεις αυτές έχουμε καταδίκη της βίας που εκπορεύεται από άλλες πολιτικές ομάδες (προφανώς αντίπαλες) ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια να απενοχοποιηθεί ή να δικαιολογηθεί η βία που προέρχεται από άλλες ομάδες (προφανώς φίλιες ή συμπαθείς). Η προσπάθεια αυτή γίνεται κυρίως με δύο τρόπους, α) με την άρνηση αναγνώρισης των συγκεκριμένων συμπεριφορών ως συμπεριφορών βίας ή β) με την επίκληση κινήτρων "δικαίου" ή "ανάγκης" (justified/necessary violence). Έτσι, στην δεύτερη αυτή επίκληση, το ηθικό βάρος της χρήσης βίας μεταφέρεται από τον πομπό στον δέκτη της, δηλαδή το "θύμα" της βίας θεωρείται και υπεύθυνο για την πρόκλησή της.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πολιτικώς δρώντα πρόσωπα ή σύνολα που είτε επιθυμούν την δραστική αλλαγή του "αστικού" πολιτειακού/κοινωνικού συστήματος, είτε μεταχειρίζονται ή δικαιολογούν την πολιτική βία είτε και τα δύο παραπάνω, βρίσκονται εντός του σαφώς οριοθετημένου πλαισίου του πολιτικού εξτρεμισμού. Αν καμμία των παραπάνω συνθηκών δεν πληρούται, τότε δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε ακραίο κάποιον, όσο κι αν διαφωνούμε με τις απόψεις του, πλην μιας περίπτωσης. Αυτή συντρέχει όταν υπάρχει σαφής παραβίαση των κοινώς και ευρέως παραδεδεγμένων και καθιερωμένων ηθικών ή κοινωνικών αξιών. Η τελευταία ωστόσο αυτή συνθήκη θεωρείται ελαστική καθώς γενικώς στις κοινωνίες εμφανίζεται η τάση να αμφισβητούνται ή να ελέγχονται οι κοινώς αποδεκτές αξίες, έτσι ώστε να μην αρκετή η αμφισβήτηση αυτή για τον ξεκάθαρο χαρακτηρισμό περί ακρότητας.

Οι υιοθετούντες ακραία ιδεολογικά σχήματα ή εμφανίζοντες ακραία πολιτική συμπεριφορά έχουν επίσης την τάση να παρουσιάζουν και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά -αυτά όμως δεν είναι και καθοριστικά ούτε αποκλειστικά. Τέτοια είναι η προσωπική στοχοποίηση του πολιτικού αντιπάλου, η μεταφορά της πολιτικής σύγκρουσης από το γενικό στο προσωπικό πεδίο, η συνομωσιολογία, η πρόσληψη και ανάλυση των πολιτικών πραγμάτων όχι βάσει του ορθολογισμού αλλά με άλλα κριτήρια, ο απροκάλυπτος λαϊκισμός, η σύνδεση του πολιτικού αγώνα με κάποια μεταφυσικής διάστασης αξία, η χρήση γενικεύσεων, η υιοθέτηση διπλών μέτρων και σταθμών, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου, ο μανιχαϊστικός τρόπος σκέψης, η εκτεταμένη συνθηματολογία, η ανωτερότητα υποκειμένων και σκοπών, η καταστροφολογία, κ.ά.

Το παραπάνω πλαίσιο και οι οριοθετήσεις του περιγράφονται πέρα από την σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία και από τα σχετικά κείμενα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης*, η οποία όπως είναι ευρέως γνωστό έχει καθιερώσει καικοινή ημέρα μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού, την 23η Αυγούστου. Τα στοιχεία και οι ορισμοί που παρατέθηκαν είναι χρήσιμοι και λειτουργικοί, και μας βοηθούν με σχετική ευκολία να αναγνωρίζουμε και να προσδιορίζουμε την πολιτική ακρότητα, με απλά και "μετρήσιμα" κριτήρια πέρα από την πολιτική ρητορική, που πολύ συχνά προκαλεί αποπροσανατολισμούς και συγχύσεις.