Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Είναι οι Έλληνες Συντηρητικοί; (A’ Mέρος)



Του Ραφαήλ Καλυβιώτη  

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ; 
Χρόνια τώρα στην Ελλάδα, οι συζητήσεις για το τί πρεσβεύει ο ευρύτερος χώρος που οριοθετείται από το ‘πατριωτικό ΠΑΣΟΚ’ έως δεξιόθεν της ‘Νέας Δημοκρατίας’  έχουν αναμασηθεί δίχως όμως κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Παρά ταύτα, μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα απόψεων, το σίγουρο είναι ότι δεν παρήλθε το κατά Φουκουγιάμα «Τέλος των Ιδεολογιών». Και παρόλη την εκτενή αναφορά από διαφόρους αναλυτές ότι ο άξονας Αριστεράς – Δεξιάς αποτελεί παρελθόν, ένα Ιδεολογικό κενό προβάλει πιο επίκαιρο από ποτέ έπειτα από την επικείμενη διάλυση του ακροδεξιού, ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής. 
Το κενό αυτό ιστορικά πρωτοεμφανίζεται επέκεινα της πτώσεως της στρατιωτικής δικτατορίας η οποία καταλαμβάνοντας την εξουσία με τα άρματα προέβαλλε έναν σκληρό «αντι – κομμουνισμό» εκμεταλλευόμενη την ανησυχία που είχε καταβάλει το σύνολο του δυτικού κόσμου λόγω της διεξαγωγής του Ψυχρού Πολέμου. Από τη μία, η ελληνική κοινωνία ενθυμούμενη τα φρικιαστικά γεγονότα του εμφυλίου αλλά και ένεκα της κακώς εννοούμενης «έξης» σε στρατιωτικές ανατροπές της δημοκρατίας ως συχνό φαινόμενο κατά το παρελθόν, ανέχθηκε προσωρινά τα τετελεσμένα. 
Η ελληνική κοινωνία όμως εκείνης της περιόδου ήταν μία διαφορετική κοινωνία εν σχέσει με την μεταπολεμική. Η αστικοποίηση, δηλαδή η κίνηση από την ύπαιθρο στις μεγαλύτερες πόλεις προς εύρεση εργασίας, είχε σταδιακά δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που είναι απαραίτητες για την δημιουργία μίας ευρύτερης μεσαίας τάξης. Η τελευταία συναποτελείτο και από μία νέα γενιά η οποία μόνον από διηγήσεις γνώρισε τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου. Τουτέστιν, ήταν αδύνατο να μην παρασυρθεί από τα κατά Ίνγκλεχαρτ ‘μετα – υλιστικά’ αιτήματα του αριστερίστικου Μάη του ‘68. Ήταν αδύνατο δηλαδή να δεχθεί να ζήσει την ζωή της πειθαρχώντας σε ένα στρατιωτικό καθεστώς μόνο και μόνο επειδή της προσέφερε θέσεις «προστασία» από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». 
Έτσι, έπειτα από την ανατροπή  της στρατιωτικής δικτατορίας καταδικάστηκαν συλλήβδην στην συνείδηση της νέας γενιάς οι όροι  «Έθνος» και  «Πατρίδα» διότι συνδέθηκαν αναπόδραστα με τα πρόσωπα εκείνα που τα κατεχράσθηκαν, ήτοι της Χούντας. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως κοινά αποδεκτής φυσιογνωμίας συνοδεύθηκε με αυτό το ενοχικό και ευατοφοβικό συναίσθημα. Ο τελευταίος δημιούργησε ένα προσωποπαγές κόμμα στον χώρο της κεντροδεξιάς κάτω από ένα νεφελώδες πρόταγμα, αυτό του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», διότι έτσι μόνον μπορούσε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του «αντι – δεξιού» χώρου. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να εμπεριείχε στους κόλπους της Συντηρητικούς πολιτικούς, Συντηρητικούς ψηφοφόρους και Συντηρητικές αντιλήψεις αλλά η ιδρυτική της διακήρυξη ήταν γενική και ασαφής. Τόσο «ριζοσπαστικός» ήταν αυτός ο «φιλελευθερισμός» που πλήθος κρατικοποιήσεων έλαβαν χώρα επί των ημερών του βάζοντας τα λιθαράκια της καταστροφής της έννοιας «επιχειρηματικότητα». Το σύνδρομο του «κράτους της δεξιάς» διεπότιζε το «είναι» της και η απολογητική της στάση προδίκασε την κυριαρχία επικείμενου καταστροφέα της Ελλάδας, του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεσμευμένος από τις συνθήκες, αναγκάστηκε να ανεχθεί την ιδεολογία των ηττημένων του εμφυλίου. 
Εκ συστάσεώς του το ΠΑΣΟΚ εγκαινίασε έναν πολιτικό λόγο ο οποίος ήταν αμφίσημος. Από την μία αυτοπαρουσιαζόταν από το 1974 ως ένα ριζοσπαστικό «αντι» – ιμπεριαλιστικό μόρφωμα βασισμένο στις αρχές του ακροαριστερού ΠΑΚ. Αυτό εξυπηρετούσε στην προσέλκυση των μαζών εκείνων που είχαν “στενοχωρηθεί” από την ήττα του κομμουνιστικού στρατού κατά την διάρκεια του εμφυλίου. Από την άλλη, όσο πλησίαζε ο καιρός για να αναλάβει την ηγεσία εμφανιζόταν ως το «κίνημα της αλλαγής», ο «αντι» – δεξιός πόλος που διεκδικούσε την εξουσία. Από την μία οι διακηρύξεις του εντάσσονταν αναθεωρητικά στην έννοια του έθνους ως συλλογικής συνείδησης και από την άλλη προέβαλλε έναν «εθνικιστικό» χαρακτήρα τριτοκοσμικού τύπου με όχημά του το κράτος. Αυτός ο δημαγωγικός, πολυσυλλεκτικός λόγος, είχε ως επίπτωση την απαρχή μίας πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης ανάμεσα στην κοινωνία με αποτέλεσμα να ανατραπούν οποιεσδήποτε ξεκάθαρες ταυτότητες ενυπήρχαν σε αυτήν.Το κενό που αναγκάστηκε να αφήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν τόσο μεγάλο ώστε ακόμα και η έννοια  «Έθνος» να συνδεθεί με τον «Σοσιαλισμό του Ανδρέα». 
Κατά την περίοδο Σημίτη, το κράτος και πάλι απετέλεσε τον δίαυλο μέσω του οποίου ανέρχονταν σε θέσεις πανεπιστημιακές άνθρωποι ιδεοληπτικοί που ανήκαν εν τη πλειοψηφία τους στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Άνθρωποι που ενώ από την μία ήταν μακριά από την πραγματικότητα του Δυτικού τρόπου σκέψης σε σχέση με το πώς πρέπει να κατανέμεται η παραγωγή στην Ελλάδα, από την άλλη υιοθετούσαν άκριτα από τη Δύση ό, τι ήταν ικανό να κάνει πιο απαραίτητη την παρουσία τους ως οργανικούς διανοουμένους. Εισήγαγαν έτσι στην Ελλάδα με τον πιο βάναυσα ψυχολογικό τρόπο την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας». Όταν λοιπόν η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσει με ορθολογικό τρόπο το ζήτημα της μαζικής λαθρομετανάστευσης, «η δικτατορία της δημοκρατικής πολιτικής ορθότητας», μέσω των τηλεοπτικών καναλιών, κατείχε το μονοπώλιο της καταγγελίας. Όποιος δεν ήταν όμορος με τις θέσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α αναγόταν αυτομάτως σε «φασίστα». Η απολογητική ιδεολογικά κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή του νεοτέρου, ουδεμία ιδέα είχε στο πώς θα αντικρούσει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.  Προτίμησε αντ’ αυτού να σκύψει το κεφάλι και με μπόλικη δόση ηττοπάθειας να κατασκευάσει ευκαιριακά ιδεολογήματα τύπου «μεσαίου χώρου» και να επιμένει σε αυτά, την ώρα που έπρεπε να δίνει πειστικές απαντήσεις. 

Τέλος, πρέπει να  γίνει αναφορά και στην  τελευταία διακυβέρνηση. Η κυβέρνηση Σαμαρά ενώ επανέφερε στον δημόσιο λόγο τον πατριωτισμό και τη Συντηρητική Ιδεολογία είναι ανακόλουθη σε πάρα πολλές προεκτάσεις της, όπως στον ορισμό στελεχών εν αναλογία του πόσο καιρό έχουν διατελέσει σε κομματικές οργανώσεις και “αφισοκόλληση”,στην επιμονή της πορείας προς έναν αντιφιλελεύθερο μηχανισμό, ήτοι το Ευρω – Κράτος και την δημιουργία Πρωθυπουργού της Ευρώπης, την στιγμή που όλοι οι Δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί είναι αναστατωμένοι με μία τέτοια προοπτική που καταλύει την αυτοδυναμία των Εθνών – Κρατών, στην υψηλή φορολογία είτε στις επιχειρήσεις είτε στις κατοικίες καταλύοντας με τον πιο χυδαίο τρόπο το προπύργιο της φιλελεύθερης και συντηρητικής ιδεολογίας, δηλαδή της Ιδιοκτησίας.


Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/9393, Ἀντίβαρο

Αγώνας για ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς να πληγεί η κοινωνική συνοχή - Άρθρο του Αντώνη Σαμαρά


Το τοπίο αλλάζει!

- Όταν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, αυτοί που μόλις πριν δυο χρόνια υποβάθμιζαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, σήμερα την αναβαθμίζουν,
- Όταν οι διεθνείς επενδυτές, που μέχρι πρότινος απέσυραν την εμπιστοσύνη τους, σήμερα προχωρούν σε μεγάλες επενδύσεις,
- Όταν, οι ηγέτες των ισχυρών οικονομιών του πλανήτη, που μέχρι πριν δυο χρόνια έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, σήμερα εντάσσουν την Ελλάδα  στη νέα οικονομική γεωπολιτική,
-Όταν, η διεθνής κοινότητα που μιλούσε για “Grexit”, για τον κίνδυνο, δηλαδή, εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ, σήμερα μιλάει για “Grecovery”, για την ελληνικήπορεία οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης,
-Όταν η χώρα που δεν μπορούσε για χρόνια να ελέγξει τα τεράστια δημοσιονομικά της ελλείμματα, τώρα βγάζει πρωτογενή πλεονάσματα,
Τότε σίγουρα το τοπίο αλλάζει!

Βέβαια, όλα αυτά δεν έγιναν με τρόπο μαγικό, ούτε είναι «τυχαία συμπτώματα» της διεθνούς οικονομικής ανάκαμψης, που έτσι κι αλλιώς βηματίζει σημειωτόν...

Χωρίς όραμα, δουλειά και επιμονή, δεν υπάρχει επιτυχία! Σήμερα, οι θυσίες ενός ολόκληρου λαού, οι αδιάκοπες προσπάθειες της κυβέρνησης, της υγιούς επιχειρηματικότητας και όσων πονούν αυτόν τον τόπο, φαίνεται να αποδίδουν καρπούς.

Το 2012 ήταν μια χρονιά θυσιών, με μοναδικό σύμμαχο τη θέληση για μια πατρίδα που μας αξίζει.

Το 2013, περάσαμε στην άλλη όχθη: στη φάση της υλοποίησης, με αυστηρότητα και προσήλωση στον στόχο μας για μια νέα Ελλάδα! Καταφέραμε να κρατήσουμε τη χώρα στο ευρώ. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο!

Ανακτήσαμε την αξιοπιστία της χώρας μας στο εξωτερικό. Και όπως όλοι γνωρίζουν, η ανάκτηση αξιοπιστίας ανοίγει τα δρόμο για να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στις αγορές, περιορίζοντας το κόστος του χρήματος.

Με την Ελλάδα να παραμένει στο ευρώ, προχωρήσαμε ένα βήμα παραπέρα. Εξασφαλίσαμε δημοσιονομική σταθερότητα και ενίσχυση των εξαγωγών μας. Μετατρέψαμε το πρωτογενές έλλειμμα σε πλεόνασμα, για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία περίπου. Και εκμηδενίσαμε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες!

Μαζί με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αντιμετωπίσαμε και πολύ πιο δύσκολες πολύ πιο θεμελιώδεις ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι δουλεύουμε για να έρθουν νέες, ελληνικές ή ξένες υγιείς επενδύσεις. Επενδύσεις που θα προσφέρουν απασχόληση και θα τονώσουν την πραγματική οικονομία.

Γιατί χωρίς επενδύσεις δεν έρχεται Ανάπτυξη και δεν καταπολεμάται η ανεργία. Κι η ανεργία είναι το πιο άμεσο και το πιο μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, με επιπτώσεις πολύ πέραν της οικονομίας...

Πράγματι, για να πολεμήσουμε την ανεργία, χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική, χρειαζόμαστε επενδύσεις και νέα κίνητρα, και αυτό έχω επισημάνει επανειλημμένως στους εταίρους μας στην Ευρώπη: οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν θα πάνε χαμένες. Το 2014 είναι η χρονιά της ανάκαμψης, της επιστροφής στην χειροπιαστή ελπίδα!

Όλοι γνωρίζουμε ότι, σταθεροποίηση της οικονομίας δεν μπορεί να σταθεί μόνη της, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο! Δίνουμε αγώνα για την ανάκαμψη της οικονομίας, προσπαθώντας να μην πληγεί η κοινωνική συνοχή. Προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους αδύναμους, προσπαθούμε να ανακουφίσουμε τις αδικίες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, γιατί, οικονομική ανάπτυξη χωρίς κοινωνική συνοχή, δεν υπάρχει...

Η κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι και κρίση πολιτική. Πάνω απ’ όλα είναι ηθική κρίση, μια κρίση αξιών. Γι’ αυτό και αγωνιζόμαστε για μια σχέση ανάμεσα στην Πολιτεία και τον Πολίτη, για μια νέα επιχειρηματική κουλτούρα, με παιδεία, επαγγελματική κατάρτιση και κίνητρα στη δημιουργία και την καινοτομία. Επενδύσεις, χωρίς Παιδεία και κίνητρα καινοτομίας, δεν μπορούν να καρποφορήσουν.

Το τοπίο αλλάζει. Η Ελλάδα αλλάζει κι αυτό κανείς δεν μπορεί πια να το αμφισβητήσει, ούτε στο εξωτερικό και μέσα στην πατρίδα μας...

Σε δυο μήνες, η Ελλάδα αναλαμβάνει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, είναι ώρα για ομαδική δουλειά και δημιουργία. Να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, για μια Ελλάδα που ήδη διεκδικεί σημαντική θέση στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης, στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές οικονομίες, για μια Ελλάδα της δυναμικής εξωστρέφειας. Για μια Ελλάδα που μέχρι πέρσι όλοι την έβλεπαν ως πηγή αβεβαιότητας για την Ευρώπη. Ενώ σήμερα όλοι τη βλέπουν ως παράγοντα σταθερότητας σε μια όλο και πιο εκρηκτική ευρύτερη περιοχή.

Όταν ξεκίνησε η κρίση, πολλοί εξέφραζαν ανησυχίες για τις αντοχές της Ελλάδας, για τις αντοχές της δημοκρατίας μας. Άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν, τέτοιες μεγάλες κρίσεις, σε διάφορες ιστορικές στιγμές και σε διάφορα σημεία του κόσμου, είχαν κλονίσει ολόκληρες κοινωνίες κι είχαν θανάσιμα υπονομεύσει στέρεα πολιτεύματα.

Θα καταφέρουμε να νικήσουμε την κρίση ώστε να αποτρέψουμε τέτοιους κινδύνους.

Επιτυχία θα είναι να αντιστρέψουμε όλες τις αρνητικές τάσεις των τελευταίων χρόνων...

Επιτυχία πρωτίστως, θα είναι το να μην χάσει ο ελληνικός λαός την εμπιστοσύνη του σε τρία πράγματα:
-Στον εαυτό του, στην ελεύθερη αγορά και στη δημοκρατία.

Μια τέτοια επιτυχία δεν θα είναι μόνο επιτυχία του λαού μας, αλλά και νίκη της Ελλάδας και της Δημοκρατίας.



Πηγή:www.capital.gr

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ο Συντηρητισμός δεν είναι Συντηρητικός



Του Ραφαήλ Καλυβιώτη

Ένα ίσως από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Πολιτικού Φιλελευθερισμού είναι ότι απουσιάζει η έννοια, αλλά και η πραγματικότητα, αυτού που οι Συντηρητικοί ονομάζουν «Κοινότητα». Για τον Πολιτικό Φιλελευθερισμό, η ανεξάρτητη αρχή της Κοινότητας και όλα αυτά που η τελευταία συνεπάγεται όπως η εθνικότητα, η διαχρονία της ιστορίας ως τρόπος ζωής και ως βίωμα που προσδίδει ιδιαίτερο νόημα, ο πολιτισμός, η θρησκεία και η ταυτότητα απουσιάζουν. Αλλά ακόμα και όταν η Κοινότητα καθίσταται παρούσα στις αναλύσεις του Πολιτικού Φιλελευθερισμού αντιμετωπίζεται ως κάτι το δευτερογενές, ως κάτι δηλαδή που πρέπει να διασφαλίζει ότι τα μέλη που ανήκουν σε αυτήν την Κοινότητα αντιμετωπίζονται ως ίσα και συνεπώς ως ελεύθερα. Επομένως, η Κοινότητα για τους θιασώτες του Πολιτικού Φιλελευθερισμού

1)      είτε δεν έχει καμία απολύτως αξία διότι δεν πρέπει καν να υφίσταται ως δίλημμα η σύγκρουση Ατόμου – Κοινότητας (αφού το Άτομο και οι ελευθερίες του επ' ουδενί δεν πρέπει να περιορίζονται από κάποια συλλογικότητα)
2)      είτε αναγνωρίζεται ως αναγκαίο κακό και κατά αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται ως παράγωγο της ισότητας και της ελευθερίας (αφού ο μόνος λόγος ύπαρξης της Κοινότητας είναι για να διασφαλίζει ότι τα Άτομα εντός της θα παραμείνουν ελεύθερα).  

Όπως μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό, ο Συντηρητισμός ως κίνημα, έννοια και αντίληψη απορρίπτει αυτήν την πρώτη από τις δύο θέσεις του Φιλελευθερισμού διότι απαξιώνει ολοκληρωτικά την Κοινότητα που αποτελεί το θεμέλιο  συστατικό του πρώτου. Κεντρικός άξονας του Συντηρητισμού είναι η πεποίθηση ότι οι κοινές πρακτικές και οι κοινές κατανοήσεις που ενυπάρχουν σε κάθε κοινωνία πρέπει να τυγχάνουν μεγαλύτερης προσοχής. Η Κοινότητα για έναν Συντηρητικό είναι ανάγκη να γίνει αντικείμενο προστασίας και να τεθεί τουλάχιστον στην ίδια ευθεία με την ισότητα και την ελευθερία. Η προτεραιότητα του Ατόμου σε τέτοιο ακραίο βαθμό ώστε να απαξιώνεται οποιαδήποτε συλλογικότητα ως σχήμα εν δυνάμει καταπιεστικό είναι για τον Συντηρητισμό μία ακραία τοποθέτηση του Πολιτικού Φιλελευθερισμού και δεν μπορεί να βρεθεί κανένα κοινό έδαφος για συνύπαρξη αφού οδηγεί σε ένα ακραίο ατομισμό. Ο ακραίος αυτός ατομισμός με τη σειρά του οδηγεί τελολογικά στην Χομπσιανή παρατήρηση του «πολέμου των πάντων κατά πάντων» και άρα στην αναρχία.

Με την δεύτερη τοποθέτηση του Πολιτικού Φιλελευθερισμού ωστόσο, και είναι δυνατόν να υπάρξει κοινός τόπος και να συνυπάρξει ο Συντηρητισμός. Ο τελευταίος άλλωστε δέχεται την ατομική ελευθερία ως μία αδήριτη ανάγκη, ως μία κατάκτηση που οδήγησε τις κοινωνίες προς τα εμπρός και που παρεμπόδισε την κρατική αυθαιρεσία. Μέχρι αυτό το σημείο, Πολιτικός Φιλελευθερισμός και Συντηρητισμός συνταυτίζονται. Από εκεί και ύστερα όμως οι Συντηρητικοί θέτουν ένα επιπλέον υπαρξιακό ερώτημα: «Μπορεί το Άτομο να βρει νόημα στην ιδιωτεία σε μία σύγχρονη πολιτική κοινότητα»; Ενώ ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός θεωρεί ως ύψιστο πρόταγμα αυτοπραγμάτωσης τον διαχωρισμό δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, ο Συντηρητισμός ανθίσταται σε μία τέτοια αντίληψη ως ρηχή και κενή νοήματος. Όσο σημαντικό και εάν είναι να υφίσταται μία κοινωνία ελεύθερων ατόμων δεν επαρκεί από μόνη της για να εξηγήσει το γιατί αισθανόμαστε ένα ιδιαίτερο αίσθημα υποχρέωσης προς τους συμπολίτες μας εν σχέσει με τους πολίτες άλλων κρατών.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται για τον Συντηρητισμό ένας ειδικότερος προσδιορισμός της έννοιας της Κοινότητας, η έννοια του «Έθνους» ή της «Εθνικότητας» (“nationhood”) που προτάσσει την κοινωνική ενότητα και αλληλεγγύη ως μορφές συνεισφοράς των ατόμων σε μία ενιαία πολιτική κοινότητα που διαθέτει ιδιαίτερα και διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις άλλες κοινότητες. Για τον Συντηρητισμό η εθνότητα αποτελεί την κινητήριο δύναμη μέσω της οποίας ένας συγκεκριμένος λαός, μίας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας και με μία συγκεκριμένη ιστορική πορεία ενώνεται για να χαράξει μία συγκεκριμένη διαδρομή. Τα άτομα τα οποία ενυπάρχουν στο έθνος εκτίθενται σε έναν κοινό εθνικό πολιτισμό, μετέχουν σε κοινούς εκπαιδευτικούς και πολιτικούς θεσμούς και μιλούν την ίδια γλώσσα. Η τελευταία αποτελεί το απαύγασμα του πολιτισμού ενός διακριτού έθνους και εμφιλοχωρεί τα διαχρονικά νοήματα τα οποία συγκροτούν την ιδιοπροσωπεία του συγκεκριμένου λαού. Το τί είδους ταυτότητα είναι αυτή που προαγάγεται σε κάθε ξεχωριστό έθνος είναι ζήτημα του ίδιου του λαού που το συγκροτεί. Στην Ελλάδα φερ' ειπείν η αποδοχή της Ορθόδοξης παράδοσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του ελληνισμού που προσδίδει μία ξεχωριστή ανάγνωση για το τί συγκροτεί τον τελευταίο. Ο πολίτης δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται ως ένα απλό νομικό πρόσκομμα, αλλά ως «Πρόσωπο» που λογοδοτεί οικειοθελώς στην Κοινότητα. Αυτή η διατήρηση της διαφορετικής ανάγνωσης της ταυτότητας του κάθε έθνους αποτελεί συστατική αξία της ιδεολογίας του Συντηρητισμού.

Η εγγενής ανησυχία του Συντηρητικού υποδείγματος για μία κοινωνία αποξενωμένων ατομιστών είναι ο λόγος που καλεί τους πολίτες να σηκώσουν το φορτίο της πολιτικής συμμετοχής. Ενώ το φιλελεύθερο ιδεώδες του ιδιωτικού βίου είναι να απελευθερωθεί η κοινωνία από τις πολιτικές παρεμβάσεις, ο Συντηρητισμός αξιώνει και υπενθυμίζει ότι η πολιτική αποτελεί πρωτίστως το μέσο για τον ιδιωτικό βίο. Το γεγονός ότι ο πολιτικός βίος κατασκευάζεται από τα μέσα ενημέρωσης, χειραγωγείται από το χρήμα και κυριαρχείται από τους «ειδικούς» αποτελεί το μεγαλύτερο κίνητρο να αυξηθούν τα δημόσια βήματα μικρότερης κλίμακας. Η αποκέντρωση επομένως σε ένα τοπικό, κοινοτιστικό ιδεώδες, και η ολοένα και μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβαση του πολίτη στην πολιτική, αποδυναμώνει την κουλτούρα εξάρτησης των παθητικών ατομιστών που δήθεν έχουν «ανάγκη από μία γραφειοκρατική καθοδήγηση». Από την άλλη, το γεγονός ότι η ελεύθερη αγορά εμφυσεί στα άτομα την ανάληψη πρωτοβουλίας δεν σημαίνει ότι διδάσκει και το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης. Αντίθετα, η μεταφορά μέρους της πολιτικής ευθύνης στα άτομα μέσω των τοπικών ενώσεων της κοινωνίας των πολιτών, αναγάγει σε ύψιστο αγαθό την ιδιότητα του πολίτη, τον κατά Walzer «κριτικό συνεργατισμό» (“critical associationalism”). Ο Συντηρητικός τοποθετείται επομένως ανάμεσα στην κουλτούρα της εξάρτησης από το κράτος και τον απρόσωπο χαρακτήρα των αγορών, προβάλλοντας ένα λησμονημένο χαρακτηριστικό αρετής, την ατομικά κοινωνική ευθύνη.

Εάν λοιπόν είναι κάτι που μπορεί να χαρακτηρίσει με πιο διαυγές τρόπο το τί πρεσβεύει η ιδεολογία του Συντηρητισμού είναι η έννοια της «Ισορροπίας». Διαφυλάσσει δηλαδή ο Συντηρητισμός την κοινωνική ειρήνη στην σύγκρουση Ατόμου – Κοινότητας επιδιώκοντας την ισορροπία ανάμεσα στην Ποικιλομορφία και την Ενότητα. Από τη μία αντιτίθεται στην «πολυπολιτισμική κοινωνία» ως ιδεολόγημα ακραίας Ποικιλομορφίας που διασαλεύει την ενότητα της κυριάρχου εθνικής κουλτούρας. Αλλά και από την άλλη, στον κάθε είδους «περφεξιονισμό» που απαγορεύει στους ανθρώπους να πράττουν αυτό που το κράτος θεωρεί κακή επιλογή ως ακραία έκφανση Ενότητας που εν τέλει συσσωρεύει τις εξουσίες στην κυβέρνηση. Ο Συντηρητισμός σε τελική ανάλυση, «αποθεώνει» την Αριστοτελική «μεσότητα» ως συστατικό αρμονίας αλλά και σταδιακής προόδου η οποία θα επιτυγχάνεται χωρίς ακραίες αντιδράσεις. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των επιτυχώς δοκιμασμένων αξιών μίας κοινωνίας διατηρώντας τα καλύτερά της στοιχεία και μην επιδιώκοντας την πρόοδο για την πρόοδο. Η έννοια της προόδου λογοδοτεί στις ανάγκες της Κοινότητας. Χρόνια τώρα στην ελληνική κοινωνία ο Συντηρητικός χώρος φορτίζεται με αρνητικό πρόσημο σε μία κατ’ εξοχήν Εθνική Κοινωνία. Ήρθε η ώρα να αρθούν οι παρεξηγήσεις.

από το Μπλε Μήλο