Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Για μια ανανεωμένη και σύγχρονη Κεντροδεξιά



του Χρήστου Χολέβα
Μπροστά μας προβάλλει ένας νέος Ιστορικός Κύκλος, ένας νέος αιώνας, μία νέα εποχή. Ο κόσμος αλλάζει, η Ενωμένη Ευρώπη αλλάζει, η Ελλάδα αλλάζει, η Κοινωνία μας αλλάζει. Για τον λόγο αυτόν οφείλουμε να δούμε τη διαδρομή της ΝΔ, της Μεγάλης Κεντροδεξιάς Παράταξης με μοναδικό κριτήριο την κατάσταση της πατρίδος μας τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον. Όπως πάντα έτσι και στην εποχή μας, ένας πολιτικός σχηματισμός της Δημοκρατικής και Πατριωτικής Δεξιάς, μια σύγχρονη αφυπνισμένη και πλουραλιστική  Κεντρο-Δεξιά, πάντα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάνει την ψυχή, τη φυσιογνωμία, την ταυτότητά της, τις αρχές και τις αξίες της ακόμα και όταν κυβερνά. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ανανέωση, η αναγέννηση και η επανίδρυση της ΝΔ σε συνδυασμό με την ιστορική διαχρονική πορεία μιας μεγάλης Πατριωτικής  Παράταξης, μιας πλειοψηφικής σύγχρονης Κεντρο-Δεξιάς  κρίνονται πλέον αναγκαία ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς με πρωτοβουλίες, δράσεις και αγώνες για μια ευρύτατη και δυναμική Κεντρο-Δεξιά.
Η κεντροδεξιά δεν μπορεί και δεν πρέπει να μοιάζει με κόμμα αξιωματούχων, γιατί δεν γεννήθηκε να ζει με τον εαυτό της και για να υπηρετεί τον εαυτό της. Αντίθετα η κεντροδεξιά έχει γεννηθεί, υπάρχει και ζει για να υπηρετεί με τα οράματα και τις ιδέες της, με το δημιουργικό έργο και τις προτάσεις της, με τα προγράμματα και τις δεσμεύσεις της, την Ελλάδα, το Λαό, τον Πολίτη και τον Άνθρωπο. Γι’ αυτό οι δυνατότητες της, όπως πάντα έτσι και τώρα, δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν στα όρια των «μικρόκοσμων» και των «τελετουργιών» κάποιων Ομάδων και κάποιων Στελεχών.
Η ΝΔ ως το κύριο και μοναδικό κεντροδεξιό κόμμα στην χώρα μας, οφείλει να διαμορφώσει ιδεολογικά, αξιακά και προγραμματικά το ζωτικό κοινωνικό και πολιτικό χώρο της, να αποκρυσταλλώσει την ιδεολογία της κεντροδεξιάς. Φυσικά, αυτό απαιτεί θετικές υπερβάσεις και ριζικές αλλαγές, που έχουν σχέση με την ταυτότητα, με τη φυσιογνωμία, με τη στρατηγική, με το εναλλακτικό σχέδιο, με τα προστάγματά του, με τη δομή, τη διάταξη, τη λειτουργία του κόμματος. Η ΝΔ οφείλει, λοιπόν, να εδραιώσει την πρωτοβουλία κινήσεων και να θεμελιώσει με σύγχρονους όρους και κοινωνικά προτάγματα την ιδεολογική ηγεμονία και την προγραμματική δεσπόζουσα θέση του Κινήματός τόσο στο κέντρο του πολιτικού, κοινωνικού και αξιακού φάσματος όσο και στους προσανατολισμούς της  κεντροδεξιάς. Οι προσανατολισμοί αυτοί πρέπει να βασίζονται: σε όρους ιδεών, θέσεων, προτάσεων και προγραμματικών δεσμεύσεων, που εμπνέουν τις δυνάμεις της Εργασίας, της παραγωγής, της Επιστήμης, του μόχθου και της Δημιουργίας και εκφράζουν τις αγωνίες των Νέων Γενιών, σε όρους που απαιτούν μια Δυνατή Ελλάδα με Βιώσιμη και Ισόρροπη Ανάπτυξη παντού και για όλους, σε όρους Κοινωνίας των Πολιτών.
Η ΝΔ και κατ’ επέκταση η Κεντροδεξιά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορροφηθεί και να ισοπεδωθεί από τις ομοιότητές  με το ΠΑΣΟΚ και την Παράταξη της Αριστεράς. Με  ολοκληρωμένη στρατηγική και ιεραρχημένο Πολιτικό Σχεδιασμό θα οριοθετηθεί και θα αναδείξει τα οράματα, τις ιδέες, τις προτεραιότητες, τις προτάσεις και το δημιουργικό έργο μίας Σύγχρονης, Προοδευτικής, Δημοκρατικής Παράταξης και μιας υπαρκτής κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας. Έτσι μόνο θα μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί και να αποσαφηνιστεί η Ιδεολογία της Κεντροδεξιάς.
από το Antinews

«Πολιτικό της Χρονιάς» ανακηρύσσει τον Α. Σαμαρά η εφημερίδα Handelsblatt



Η σημερινή έντυπη έκδοση της εφημερίδας Handelsblatt με κεντρικό τίτλο «Προσωπικότητες 2012» φιλοξενεί στις σελίδες της προσωπικότητες από το χώρο της πολιτικής και της οικονομίας, οι οποίοι με τις ενέργειές τους σφράγισαν τη χρονιά που φεύγει. Η διαδικασία της επιλογής οργανώθηκε από την αρχισυντάκτη της εφημερίδας και στην εκλογή των προσώπων συμμετείχαν όλοι οι δημοσιογράφοι της Handelsblatt που δραστηριοποιούνται εντός και εκτός Γερμανίας.
 Με τίτλο «Ο ακλόνητος», η εφημερίδα ανακηρύσσει τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, κ. Αντώνη Σαμαρά, σε «Πολιτικό της Χρονιάς». Το ακόλουθο  κείμενο που αφιερώνεται στον Έλληνα Πρωθυπουργό, το γράφει ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών της ΓερμανίαςHans-Dietrich Genscher.
 «Η απόφαση να στεφθεί ο Αντώνης Σαμαράς σε “πολιτικό της Χρονιάς”, δεν μπορούσε να ήταν καλύτερη. Το 2012 ήταν η χρονιά του.
 Σίγουρα δεν ήταν ευθύς, αλλά γεμάτος στροφές, ο δρόμος, που τον οδήγησε στο αξίωμα του Πρωθυπουργού. Δεν ήταν επίσης κανένας δρόμος, ο οποίος, εάν μετρηθεί με τα μέτρα και σταθμά της δημοκρατίας των πολιτικών κομμάτων, να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευθύς.
 Ο 61χρονος Έλληνας πολιτικός ξεκίνησε τη βουλευτική του καριέρα το 1977, σε ηλικία 26 χρονών, από την ελληνική Bουλή. Στο προηγούμενο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε τις σπουδές του, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε αναγνωρισμένα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Γνωρίζει τον κόσμο, και τώρα ο κόσμος τον γνωρίζει και αυτόν. Τα πρώτα του κυβερνητικά αξιώματα ήταν Υπουργός Οικονομικών και Υπουργός Εξωτερικών. Με την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών τον γνώρισα ως ομόλογό μου κατά το τέλος της θητείας μου ως Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και έκτοτε τον εκτιμώ.
 Ο πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ένας παλιός και έμπιστος φίλος, μου τον εμπιστεύτηκε –και εγώ τον υποδέχθηκα στον κύκλο των συναδέλφων μου με ανοιχτές αγκάλες και, δεδομένης της σύστασης του παλιού μου φίλου, τον υποδέχθηκα επίσης με μεγάλη περιέργεια και καλή διάθεση. Το γεγονός ότι αργότερα χώρισαν οι δρόμοι τους και ακόμα το ότι ο Σαμαράς κατέβηκε ως αντίπαλος υποψήφιος κατά της κόρης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Ντόρας Μπακογιάννη, δεν είχε αρνητική επίπτωση στις φιλικές του σχέσεις με κανένα από τους συμμετέχοντες. Στο τέλος υπήρξε και υπάρχει ο σεβασμός και η εκτίμηση για το αξιέπαινο έργο ζωής του Έλληνα πολιτικού.  
 Ο Αντώνης Σαμαράς ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, μετά όμως, λόγω πολιτικής διαμάχης, εγκατάλειψε το κόμμα και ίδρυσε το δικό του. Δεν είχε όμως επιτυχία και σύντομα επέστρεψε μετανιωμένος πίσω στη Νέα Δημοκρατία. Η ώρα της Αλήθειας ήρθε το 2012. Οι εκλογές της 6ης  Μαΐου τον ανέδειξαν Αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις εκλογές της 17ης Ιουνίου, το κόμμα του σημείωσε αύξηση του ποσοστού των ψηφοφόρων κατά σχεδόν 10% και απέσπασε σχεδόν το 30% των ψήφων. Αν και το κόμμα του με αυτό το ποσοστό δεν ήταν ισχυρό (δεν είχε την απόλυτη πλειοψηφία), αποδείχθηκε πολύ γρήγορα ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να συγκεντρώσει την πλειοψηφία για την εκλογή στο αξίωμα του Πρωθυπουργού.
 Ένα αξίωμα, το οποίο ήταν σαφές ότι θα απαιτούσε από τον κάτοχό του το απόλυτο, δηλαδή αυτοπεποίθηση, πειστικότητα και προπάντων ευθύνη. Έτσι σε αυτή την ώρα της ευθύνης, από τον πολιτικό ο οποίος κατά το παρελθόν ήταν αντίθετος στην εφαρμογή αναγκαίων μέτρων λιτότητας, έγινε ο πολιτικός, ο οποίος διέβλεψε αυτό που απαιτούσε το συμφέρον της Ελλάδας σε αυτή την κατάσταση. Ακόμη δε περισσότερο, ήταν ο πολιτικός ο οποίος δεν το διέβλεψε μόνο, αλλά δέχθηκε να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση. 
 Μια πρόκληση, η οποία απαιτούσε να μιλήσει ανοικτά για τις δικές του παραλείψεις, αλλά και τις παραλείψεις της Ελλάδας κατά το παρελθόν και έτσι να εξάγει τα αναγκαία συμπεράσματα. Η σαφήνεια αυτής της θέσης και η ικανότητα να περάσει αυτή τη θέση απετέλεσαν τη βάση της εμπιστοσύνης για την απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων όσον αφορά τη θέσπιση του πακέτου βοήθειας προς την Ελλάδα και μάλιστα με ένα εύρος, το οποίο πριν λίγα χρόνια, κανείς δεν θεωρούσε ότι είναι δυνατό. Ο Αντώνης  Σαμαράς απέδειξε, τι σημαίνει για μια χώρα όταν στην κορυφή βρίσκεται μια προσωπικότητα, η οποία μέσα στη δίνη μιας -σχεδόν άνευ προοπτικής- κατάστασης, διαβλέπει το σωστό δρόμο και τον ακολουθεί, παρ’ όλες τις αντιξοότητες.
Αντιστάθηκε στον πειρασμό να δείξει με το δάχτυλό του τους άλλους. Είναι αυτός που έθεσε το δάχτυλό του στις πληγές της λανθασμένης ελληνικής πολιτικής του παρελθόντος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το σεβασμό του λαού του χώρας του στο πρόσωπό του, ενός λαού, ο οποίος μαζί με αυτόν ακολουθεί τώρα τον πέτρινο  δρόμο ενός νέου ξεκινήματος. Δεν είναι επίσης λιγότερο σημαντικός και ο σεβασμός τον οποίο ο Αντώνης Σαμαράς απέκτησε, στον κύκλο των Ευρωπαίων ομολόγων του με το θάρρος και την ικανότητα του να πείθει. Εδώ βρίσκεται και η αρχή για την αξιοπιστία που απολαμβάνει παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεδομένων των συχνά δραστικών μέτρων, μέσω των οποίων η Ελλάδα ακολούθησε το δρόμο της αλλαγής, οι φωνές της αλαζονείας και της ελιτικής υπεροψίας, τις οποίες μπορούσε να ακούσει κάποιος και εδώ στη Γερμανία, έγιναν πιο σιγανές ή σιώπησαν εντελώς.  
 Ο Αντώνης Σαμαράς -ο οποίος κατά την πολιτική του καριέρα βίωσε την εμπειρία του τι σημαίνουν οι ήττες και ότι οι ήττες πάντα δίνουν την ευκαιρία ενός νέου ξεκινήματος- θα γνωρίζει, ότι η ανάκαμψη της χώρας θα περιέχει ακόμα δυσκολότερες δοκιμασίες για τους πολίτες της κοιτίδας της Δημοκρατίας και ιδιαίτερα για την προσωπικότητα που βρίσκεται στην κορυφή της κυβέρνησης. Όποιος τον έχει γνωρίσει, θα είναι πεπεισμένος, ότι ο Αντώνης Σαμαράς θα τα καταφέρει».   
από το Antinews

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Το κράτος και οι Νεοέλληνες

Ένα κείμενο που γράφτηκε πριν σχεδόν 65 χρόνια αλλά θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Ο μεγάλος λόγιος Ευάγγελος Παπανούτσος αναλύει τους λόγους που ο Νεοέλληνας αποστρέφεται το κράτος και ό,τι έχει σχέση με αυτό.

Ηλικιωμένος άνθρωπος που επί χρόνια πολλά εργάστηκε στη διοικητική υπηρεσία, του Κράτους και ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της, συνόψισε κάποτε τα διδάγματα της μακράς πείρας τον με μια παρατήρηση άξια να μας βάλει σε πολλές σκέψεις.

Το Κράτος, έλεγε, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως συγκεκριμένο βίωμα, σαν ένα κομμάτι από την ίδια τη ζωή μας, λείπει από τους σημερινούς Έλληνες. Το αισθάνονται σαν ξένο, όχι δικό τους, και δεν το πονούν. Τη χώρα τους την αγαπούν με πάθος. Για μια χούφτα από το χώμα της είναι άξιοι να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία. Άλλο Πατρίδα, όμως και άλλο Πολιτεία. Με την Πατρίδα είμαστε στενότατα δεμένοι˙ την έχουμε βάλει μέσα στο αίμα μας, γιατί και με το αίμα μας την έχουμε κρατήσει. Την Πολιτεία όμως, δηλαδή αυτό τον ορισμένο τρόπο με τον οποίο έχει οργανωθεί και διοικείται ο τόπος, αυτήν την απρόσωπη δύναμη που λειτουργεί στο όνομα, όλων για να εξασφαλίζει με τα όργανα και τους θεσμούς της τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπορούμε να τη νιώσουμε σαν κάτι εντελώς δικό μας. Είναι ξένο σώμα για το αίσθημα μας.

Απόδειξη ότι δεν πονούμε, ούτε αισθανόμαστε ενστιγματικά την ανάγκη να προστατέψουμε ό,τι ανήκει στο Κράτος, το δημόσιο κτήμα. Απέναντι του δείχνουμε αδιαφορία και κάποτε μιαν απίστευτη εχθρότητα και μανία καταστροφής. Από παιδιά στο σχολείο κακοποιούμε βάρβαρα τα θρανία και τους τοίχους του σχολείου «ανήκει στο δημόσιο, δεν είναι δικό μας». Την ίδια αστοργία δείχνουμε στα δικαστήρια, στα άλλα δημόσια, γραφεία, ακόμη και στους πάγκους του πάρκου ή στις δημόσιες κρήνες, σε ό,τι τέλος πάντων είναι κρατική περιουσία. Μόλις αντιληφθούμε ότι κάτι τι ανήκει ή με κάποιο τρόπο βρίσκεται στην κυριότητα αυτής της απρόσωπης δύναμης, αν δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, με ευχαρίστηση το φθείρουμε. Με την ίδια ευκολία προσπαθούμε ν' αποφεύγουμε τις υποχρεώσεις μας προς το Κράτος ή να καταστρατηγούμε τους νόμους του. Είναι ο «άλλος», όχι ο εαυτός μας. Και τον ξεγελούμε ή σηκώνουμε το όπλο εναντίον τον, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι κατά βάθος τον εαυτό μας απατούμε ή πληγώνουμε.

Και από τις παρατηρήσεις του αυτές ο πολύπειρος άνθρωπος έβγαζε το συμπέρασμα ότι ίσως οι Έλληνες να μην είναι οργανικό, ικανοί να ποτιστούν από την ιδέα τον Κράτους. Ότι πιθανόν μέσα στην ίδια τη φυσική τους υφή να υπάρχει κάποια τάση αναρχισμού...

Έχει αρκετά διαδοθεί αυτή η αντίληψη και συχνά ακούγεται. Ωστόσο μου φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένη και άδικη στην απαισιοδοξία της. Δεν αμφισβητώ τα γεγονότα όπου στηρίζεται καθώς περισσότερα είναι δυστυχώς πραγματικά, είτε μας αρέσουν είτε όχι. Αλλά την ερμηνεία που δίνεται σ' αυτά τα γεγονότα.

Ότι δεν πονούμε, ή ότι δεν πονούμε αρκετά την Πολιτεία σαν κάτι εντελώς δικό μας, είναι βέβαιο. Από αναρχισμό όμως πράττουμε με τρόπους αντιθέτους προς τα αισθήματα και τα συμφέροντά μας ή από άλλους λόγους; Και πώς είναι δυνατόν αυτός ο δήθεν αναρχισμός να θεωρηθεί έμφυτη ιδιότητα ριζωμένη μέσα στη δική μας φυλή; Μπορεί ο Έλληνας να είναι περισσότερο από άλλους λαούς ατομιστής, να μην πειθαρχεί τόσο εύκολα στο συλλογικό σώμα και πνεύμα της ομάδας. Αλλά από το σημείο τούτο ως το σημείο να τον πούμε από τη φύση του αναρχικό, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ορθότερη φαίνεται μια άλλη εξήγηση. Ότι αυτή η αδιαφορία ή η λανθάνουσα εχθρότητα προς το Κράτος και τις λειτουργίες του είναι αποτέλεσμα ιστορικών αιτίων και μιας κακοδαιμονίας που ατυχώς διαιωνίζεται. Ας μη λησμονούμε ότι επί μακρά χρόνια και κατά διαστήματα δεν υπήρχε γι' αυτόν εδώ τον πολυβασανισμένο λαό σύμπτωση Πολιτείας και Έθνους. Η κρατική εξουσία στις διάφορες περιόδους της δουλείας δεν ήταν μονάχα ξένη αλλά και εχθρική προς την εθνική μας υπόσταση. Και επομένως γενεές γενεών, για να βεβαιώσουν την εθνική τους ιδιοτυπία, τη ξεχωριστή τους ύπαρξη, ήταν αναγκασμένες να μισούν, να απατούν και να πολεμούν τα όργανα και τις λειτουργίες που στα μάτια τους εκπροσωπούσαν το Κράτος και σάρκωναν την ιδέα της Πολιτείας. Το κρυφό μίσος με τα ψυχικά, επακόλουθα του είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τη φανερή αντίθεση, τον ανοιχτό πόλεμο. Συμπνιγόμενο από το φόβο τρέφεται από την κατάστασή του και αφήνει στα σκοτεινά στρώματα της ψυχής λασπερά κατακάθια που δεν εξαλείφονται. Ακόμη κι όταν λευτερωθεί από το ζυγό, δεν μπορεί εύκολα ένας λαός να αγαπήσει την Πολιτεία με τους περιορισμούς της, έστω και αν είναι τώρα δική του, αφού ως προχτές ακόμη το Κράτος ήταν η θέληση και η βία του δυνάστη του.

Κατά ένα παράδοξο μάλιστα μηχανισμό, που μας τον εξηγεί σήμερα η Ψυχολογία, όταν ένας πολίτης με τέτοιες υποσυνείδητες κακώσεις από αρχόμενος γίνεται άρχων. παίρνει τις διαθέσεις και τους τρόπους που ο ίδιος πρώτος, μισούσε. Παίζει δηλαδή το ρόλο του ειδώλου που ως τώρα το φοβόταν και το αντιπαθούσε, γιατί έτσι νομίζει πως μπορεί να λευτερωθεί από τον εφιάλτη του. Ίσως γι' αυτό το λόγο συμβαίνει, όποιος παίρνει και μια παραμικρή ακόμη εξουσία στην Ελλάδα, να μεταβάλλεται αμέσως σε σατράπη...

Για να εξηγήσουμε όμως το φαινόμενο που εξετάζουμε, πρέπει να αναφέρουμε ακόμη ένα λόγο πολύ σοβαρό. Όταν λευτερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό αυτή η μικρή ελληνική γωνιά, η Πολιτεία μας δεν θεμελιώθηκε ούτε αναπτύχθηκε οργανικά απάνω σε κάποιες αυτόχθονες μορφές οργάνωσης και διοίκησης, βγαλμένες από τις δικές μας ψυχολογικές και άλλες ανάγκες και από την ιστορική κίνηση της ζωής του Έθνους, αλλά μας επιβλήθηκε απέξω από ξένους και με ξένους που φυσικά δε νοιάστηκαν να εξετάσουν αν το φόρεμα τούτο ήταν κομμένο στο μέτρα μας, ούτε προσπάθησαν να το ταιριάσουν κάπως απάνω στο δικό μας κορμί. Έτσι εφαρμόστηκαν κι εξακολουθούν να εφαρμόζονται πειραματικά στη χώρο μας διοικητικοί και πολιτικοί θεσμοί που δεν μίλησαν ποτέ βαθιά στην ψυχή του λαού μας, ούτε ίσως ανταποκρίνονται εντελώς στις πραγματικές του ανάγκες.

Είναι γνωστές οι μελέτες του Κώστα Καραβίδα για την κοινοτική οργάνωση. Μπορεί να μη συμμερίζεται κανείς την αισιοδοξία και την πίστη του ότι και τώρα είναι δυνατόν να γίνει εκείνο που δεν έγινε άλλοτε, στην ώρα του τη φυσιολογική. Ωρισμένως όμως θα αναγνωρίσει ότι θα ήταν πολύ διαφορετική, τελειότερη, η κρατική μας οργάνωση και πολύ στενός, οργανικά συνεκτικός, ο δεσμός του πολίτη με την Πολιτεία στον τόπο μας, αν αυτό το θαυμαστό κύτταρο, η κοινότητα, που δημιουργήθηκε με το αίμα του λαού μας οπό πανάρχαια χρόνια και λειτούργησε τόσο λαμπρά στους χρόνους της δουλείας, αφηνόταν να αναπτυχθεί φυσιολογικά σε ένα γενικότερο, πλούσια διακλαδωμένο και πυργωτά διαρθρωμένο διοικητικό σύστημα. Τα ξενοφερμένα καθεστώτα σκότωσαν το κύτταρο τούτο και μας επέβαλαν θεσμούς και τύπους, μέσο, στους οποίους μάταια ως τώρα προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας. Βάλετε μαζί μ’ αυτές τις αιτίες την κακοδιοίκηση που είναι ενδημικό κακό στον τόπο μας, τη διαφθορά της πολιτικής μας ηγεσίας που τα ανομήματά της πλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεότερης ιστορίας μας, προσθέσετε τέλος και τη βαθύτερη κρίση που περνάει εδώ και κάμποσα χρόνια η έννοια του Κράτους μέσα στις φοβερές αντινομίες της ζωής όλων των σημερινών λαών και θα εξηγήσετε γιατί οι βασανισμένοι άνθρωποι αυτού του τόπου, του πολυπατημένου από ξένους κάθε λογής, δεν αισθάνονται ακόμη εντελώς δικό τους το Κράτος. Ας μην τους καταλογίζουμε αναρχισμό, αφού η μοίρα τους έγραφε να μην είναι νοικοκυραίοι στο σπίτι τους και να μην αφήνονται ήσυχοι να φτιάσουν με τη δική τους ζωή και μέσ' από τη δική τους ιστορία τους κοινωνικούς των θεσμούς.


Ε.Π. Παπανούτσος
22 Ιουλίου 1948
(Ε.Π. Παπανούτσος, Εφήμερα-Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1980, σ. 160-63)

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Και μετά τη δόση, τι;

Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
Η περασμένη Πέμπτη 13 του μηνός ήταν μια ημέρα με ιδιαίτερη σημασία για τον Ελληνισμό. Κατ’ αρχάς, επειδή ήταν η επέτειος του «ολοκαυτώματος» στο Κούγκι. Κατά την προσωπική μου αξιολόγηση, αυτή είναι η σπουδαιότερη εθνική επέτειος, καθώς το πνεύμα της άσκοπης αυτοκαταστροφής μάς διαπνέει ως κοινωνία και είναι από αυτό που κινδυνεύουμε περισσότερο σήμερα. (Για όσους ενδεχομένως διαφωνούν με την ερμηνεία των γεγονότων, να θυμίσω ότι οι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει όταν ο Σαμουήλ έβαλε το μπουρλότο στην πυριτιδαποθήκη. Την δε ανατίναξη του φρουρίου θεώρησε ο Αλή Πασάς ως παράβαση των όρων της συνθηκολόγησης, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει την καταδίωξη των Σουλιωτών που αποχωρούσαν. Σημειωτέον ότι αυτά τα έχω διαβάσει στον Παπαρρηγόπουλο – όχι στη Ρεπούση...)

Η 13η Δεκεμβρίου ήταν όμως και η μέρα που η εθνική Οδύσσεια των τελευταίων έξι μηνών είχε την αίσια κατάληξή της: το Eurogroup ενέκρινε, επιτέλους, την καταβολή των δόσεων, που συνολικά αθροίζονται στα 52,4 δισ. ευρώ. Ευτυχής και πολυσήμαντη η σύμπτωση, διότι τώρα έχουμε μπροστά μας το ερώτημα «και μετά τη δόση τι», ενώ οι δυνατότητες τόσο για τη συνέχιση της προσπάθειας όσο και για υποτροπή στις γνωστές πρακτικές τού χθες υφίστανται εξίσου. Τον κίνδυνο αυτό διαπιστώνει άλλωστε και η τελευταία έρευνα της κοινής γνώμης: στην πλειονότητα των ερωτηθέντων δεν αρέσει το Μνημόνιο, οι ίδιοι όμως θεωρούν ότι δεν υφίσταται πλέον ο κίνδυνος της άτακτης χρεοκοπίας για τη χώρα. Η αιτιώδης συνάφεια των δύο –ότι δηλαδή στο πρώτο οφείλουμε το δεύτερο– δεν μας απασχολεί. (Πολύ περίεργο αυτό, αλήθεια, για τον εξυπνότερο λαό του κόσμου!..)

Στόχος της συγκυβέρνησης των τριών κομμάτων ήταν, ώς τώρα, η αποδέσμευση της περίφημης δόσης. Τον πέτυχαν· τώρα είναι ανάγκη όμως να βρεθεί νέος κοινός στόχος, ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της και να μην εκφυλισθεί η προσπάθεια σε μια παραλλαγή του «take the money and run». Να δεχθούμε, κατ’ αρχάς, ότι οι θυσίες και οι στερήσεις πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, για κάποιο διάστημα, είτε η χώρα κυβερνάται από τους λεγόμενους μνημονιακούς είτε από τους αντιμνημονιακούς. Επομένως, το πεδίο στο οποίο θα κριθεί το παιγνίδι είναι στον αγώνα για να ξαναφτιάξουμε κράτος. Πρέπει, δηλαδή, να τεθεί υπό έλεγχο το τέρας που δημιούργησε ο πελατειασμός και να ενισχυθούν οι θεσμοί και η νομιμότητα. Μόνον εφόσον υπάρξουν εκεί απτά αποτελέσματα, θα γεννηθεί η ελπίδα ότι το αύριο μπορεί να είναι καλύτερο.

Τέτοια απτά αποτελέσματα παράγονται, αλλά είναι μεμονωμένα και εξαρτώνται αποκλειστικά από τη θέληση και την αφοσίωση στον στόχο συγκεκριμένων υπουργών. Το ξέρατε, λ.χ., ότι έσπασε το καρτέλ των προμηθευτών φίλτρων τεχνητού νεφρού; Η δαπάνη του κράτους το 2011 για τους 9.283 νεφροπαθείς ήταν 48 εκατομμύρια ευρώ – και ανάλογη θα είναι το 2012. Γιατί; Διότι το φίλτρο που η Κύπρος το πληρώνει 8 ή 12 ευρώ (αναλόγως της διαπερατότητας), η Ελλάδα το πλήρωνε 30 ή 35 ευρώ! Να σημειωθεί, βέβαια, ότι τα φίλτρα που προμηθευόμαστε στην Ελλάδα συνοδεύονται και από τις γραμμές αίματος, δηλαδή τα σωληνάκια μέσα από τα οποία περνάει το αίμα του ασθενούς. Αλλά και πάλι αυτό δεν δικαιολογεί τις τεράστιες διαφορές στις τιμές. Να είναι άραγε δαιμονική σύμπτωση ότι, πέρυσι, δεκαπέντε διαφορετικές εταιρείες κατέθεσαν προσφορές με τις ίδιες ακριβώς τιμές: 30 και 35 ευρώ; Σημασία για το μέλλον έχει ότι με πολλή προσπάθεια –και προσωπική παρέμβαση του πρωθυπουργού, όπως πληροφορούμαι– το καρτέλ έσπασε: ένας προμηθευτής, παρακάμπτοντας τον Ελληνα αντιπρόσωπό του, κατέθεσε προσφορά σε 17 και 28 ευρώ. Οι τιμές αναρτήθηκαν στο παρατηρητήριο τιμών και, άρα, το κράτος υποχρεώνεται πλέον εκ του νόμου να προμηθευθεί τα συγκεκριμένα φίλτρα.

Δεν ξέρω αν εδώ που φθάσαμε πρέπει να βαφτίσουμε μεταρρύθμιση τον συνδυασμό εντιμότητας και ικανότητας, πάντως τέτοια αποτελέσματα έχει ανάγκη η χώρα, αν θέλουμε να έχει μέλλον. Το παράδειγμα της επιδίωξης του κοινού συμφέροντος από ικανούς ανθρώπους είναι ο μόνος τρόπος για να αρχίσει να μεταβάλλεται και η νοοτροπία. Το όφελος από μια τέτοια πολιτική θα είναι κοινό για τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης – επιβίωση του ενός εις βάρος των άλλων δύο δεν νοείται διότι δεν μπορεί να υπάρξει. (Εκτός αν κάποιοι, κύριε πρόεδρε, συναρτούν την κομματική επιβίωσή τους με τα συμφέροντα των καρτέλ. Ποιον πρόεδρο εννοώ, όμως, ας το κρατήσω για τον εαυτό μου επί του παρόντος...)

από την Καθημερινή της Κυριακής

Εκδήλωση - ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ - ΝΕΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Οι ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ διοργανώνουν εκδήλωσή με θέμα "Οι αλλαγές στα κόμματα και στο πολίτευμα ως αναγκαία και ικανή συνθήκη εξόδου από την κρίση". Οι συμμετέχοντες θα παρουσιάσουν τις θέσεις τους και θα συζητήσουν για την αναγκαιότητα και τον τρόπο επιτεύξεως των μεταρρυθμίσεων. Επίσης, θα απαντήσουν στο ερώτημα: «Υπάρχει η αναγκαιότητα αλλά και η δυνατότητα δημιουργίας ενος μη αρχηγικού κόμματος αρχών ως φορέα συνεργασίας όλων των μεταρρυθμιστικών από την κεντροδεξιά έως την κεντροαριστερά; Ποιοί μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτη;» 

Η συζήτηση θα διεξαχθεί στα πλαίσια του πολυσυνεδρίου MONEY SHOW, την 22α Δεκεμβρίου, 12.00-14.00, στο ξενοδοχείο HILTON, αίθουσα «Σαντορίνη Ι». 

Προσκεκλημένοι ομιλητές είναι οι κ.κ. 

- Πέτρος Σφηκάκης, Δικηγόρος Αθηνών και εκπρόσωπος της πολιτικής πρωτοβουλίας Π80 (www.p80.gr), 

- Σπύρος Καχριμάνης, εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ, 

- Αναστάσιος Γιόβας, εκπρόσωπος της «Πρωτοβουλίας Πολιτών», 

- Εκπρόσωπος της ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ (www.e-neoi.gr) 

- Φώτης Σαραντόπουλος, εκπρόσωπος της κινήσεως πολιτών ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ (http://blog.enomeniellada.gr/). 

Συντονιστής θα είναι ο πολιτικός σχολιαστής κ. Νικόλαος Ράπτης, διαχειριστής του διαδικτυακού χώρου «Προοδευτική Πολιτική» (www.ppol.gr). 
Προ της συζητήσεως, ο κ. Παναγιώτης Καρκατσούλης, Καθηγητής της Σχολής Δημοσίας Διοικήσεως, θα αναφερθεί στην αναγκαιότητα ανασυγκροτήσεως του δημοσίου χώρου και στο είδος της διακυβερνήσεως το οποίο έχει ανάγκη η χώρα στην προσπάθειά της να εξέλθει της κρίσεως.

Ποιος είναι ο Μακρυγιάννης;

Tου Στεφανου Κασιματη
«Τι είπε ο Καμμένος; Δεν κατάλαβα». Από τη χροιά της φωνής σχημάτιζες την εντύπωση ότι η ραδιοφωνική παραγωγός πρέπει να ήταν το πολύ τριάντα ετών. Ο συμπαραγωγός της εκπομπής, στον οποίο είχε απευθύνει την ερώτηση, της εξήγησε ότι, στη Βουλή, ο Καμμένος κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι «καλλιεργεί εμφυλιοπολεμικό κλίμα», επειδή στις 4 Δεκεμβρίου ο υπουργός Εθνικής Αμύνης έστειλε στεφάνι στου Μακρυγιάννη. 



«Ποιος είναι ο Μακρυγιάννης», ρώτησε με σοβαρότητα απολύτως αντάξια της φιλομαθείας της η κοπέλα. Ο φίλος, που έτυχε να ακούσει τη ραδιοφωνική στιχομυθία και μου τη μετέφερε, δεν ήταν σε θέση να μου πει τι ειπώθηκε στη συνέχεια, γιατί έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου από την κατάπληξη, πέρασε στο αντίθετο ρεύμα - εν πάση περιπτώσει, φτηνά τη γλίτωσε ο άνθρωπος και είναι αυτό που έχει σημασία.
Ομως και μόνο αυτό το θραύσμα από την περισπούδαστη ραδιοφωνική συζήτηση αρκεί για να κάνουμε ορισμένες χρήσιμες διαπιστώσεις για την ωραιότερη χώρα του κόσμου, στην οποία -δεν θα κουραστώ να το λέω- κατοικεί ο εξυπνότερος λαός του κόσμου.

Κατ’ αρχάς, ότι ο Πάνος Παναγιωτόπουλος κατοχυρώνει το δικαίωμα στο μέλλον -υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η χώρα θα σωθεί από την ιδεολογική γάγγραινα της μεταπολίτευσης- να διεκδικήσει σύνταξη αντιστασιακού. Διότι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, στη σύγχρονη Ελλάδα η πολιτική ευπρέπεια επιβάλλει, αν όχι να θλίβεσαι επειδή κατά την περίοδο του Εμφυλίου το ΚΚΕ απέτυχε να επιβάλει καθεστώς μαρξιστικής δικτατορίας στη χώρα, τουλάχιστον να μη διανοείσαι να εκφράσεις δημοσίως τις αντιρρήσεις σου. Με τα δεδομένα της πραγματικότητας, συνεπώς, η κατάθεση στεφάνου εις μνήμην των νεκρών του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη είναι πράξη αντίστασης - έστω και αν ο υπουργός δεν το κατέθεσε αυτοπροσώπως, αλλά το έστειλε δι’ αντιπροσώπου. (Ποιος ξέρει; Σε αυτή την χώρα, όπου όλα τα κάνουμε στραβά, μπορεί ο Παναγιωτόπουλος να είναι ο Γλέζος του μέλλοντος...)

Το δεύτερο σημείο που αξίζει να προσέξουμε είναι ότι από όλους τους βουλευτές είναι ο Καμμένος -αν έχετε τον Θεό σας!- εκείνος που μέμφεται τον Παναγιωτόπουλο επειδή τιμά την μνήμη των πεσόντων στου Μακρυγιάννη. Δικαιούμεθα, επομένως, να υποψιαζόμαστε ότι είτε οι αποχωρήσαντες έχουν δίκιο όταν τον καταγγέλλουν ότι θέλει να συγκυβερνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε έχουν δίκιο όταν του προσάπτουν «χαοτική συμπεριφορά» - ή, μάλλον, το πιθανότερο είναι να ισχύουν και τα δύο: το ένα δεν αποκλείει λογικά το άλλο.

Τέλος, δεν θα περίμενε κανείς από τη δημοσιογράφο, πολύ περισσότερο δε αν έχει γεννηθεί μετά το 1981, να ξέρει τι ήταν η μάχη στου Μακρυγιάννη τον Δεκέμβριο του 1944, αλλά πώς είναι δυνατόν να μην έχει έστω μια αμυδρά ιδέα για το ποιος ήταν ο Μακρυγιάννης. (Στο περίπου, π.χ., ότι πολέμησε κατά των Τούρκων και όχι κατά των Περσών...) Από την άλλη πλευρά, βέβαια, επειδή καλό είναι να μην παραβλέπουμε τη θετική όψη των πραγμάτων, όσο μικρή και αν είναι, πρέπει να εξάρουμε τη φιλομάθειά της! Τουλάχιστον εκδήλωσε την επιθυμία η κοπέλα να μάθει ποιος ήταν ο Μακρυγιάννης...

Τα περιτρίμματα του κομματικού συστήματος

Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
Είναι απογοητευτικό ότι στην κυβέρνηση Σαμαρά βλέπουμε τη συνύπαρξη δύο αντίθετων κόσμων: από τη μία πλευρά, κάποιους φιλότιμους και ανιδιοτελείς, που έχουν συναίσθηση της πραγματικότητας και αντίληψη των προτεραιοτήτων· από την άλλη πλευρά, τους εκπροσώπους της κομματοκρατίας, της ακινησίας και του «πέρα βρέχει». Η συνύπαρξη δεν είναι αρμονική, όποτε οι δύο κόσμοι υποχρεώνονται να συναντηθούν. Εν πάση περιπτώσει όμως, έστω και με περισσή προσπάθεια εκ μέρους των σοβαρών και τουλάχιστον επί του παρόντος, η δουλειά γίνεται - όπως γίνεται.

Μαθαίνουμε όμως ότι ως προς τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού έχει επικρατήσει η παραδοσιακή λογική της μοιρασιάς των λαφύρων: τόσους εμείς, τόσους εσείς, τόσους οι άλλοι. Λες και όλο αυτό που μας έχει βρει είναι παροδικό, μια μπόρα που θα περάσει, και όχι μια ευκαιρία να εξιλεωθούμε για την αποτυχία μας ως κράτος και να φτιάξουμε ξανά οικονομία και θεσμούς. Εφόσον έχει επικρατήσει τέτοιο πνεύμα, δεν εκπλήσσει ότι ονόματα ασήμαντων ανθρώπων ακούγονται για σημαντικές θέσεις. Οπως, λ.χ., του πολιτευτή ο οποίος, προκειμένου να βρίσκεται κοντά στον πρόεδρο, αγόρασε σπίτι στην Κηφισιά, το οποίο τώρα δεν μπορεί να συντηρήσει, ή ο άλλος που έκανε 25.000 ρουσφέτια με ευρωπαϊκούς πόρους και, παρ' όλα αυτά, δεν κατάφερε να εκλεγεί! Με τα περιτρίμματα της κομματοκρατίας θα ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη εταίρων και αγορών;

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Σημείωμα για τον αντιαμερικανισμό


της Σώτης Τριανταφύλλου

Οι αρνητικές κριτικές της ταινίας Argo του Βen Affleck, ένα θρίλερ γύρω από την επιχείρηση διάσωσης των Αμερικανών ομήρων στην Τεχεράνη το 1980, μου προξένησαν την ίδια παλιά αγανάκτηση:
Τι σημαίνει άραγε το σχόλιο «πολύ αμερικάνικο» και μάλιστα με τον ενοχλητικό τόνο στο «α»; Γιατί οι κινηματογραφικοί κριτικοί της αριστεράς αρνούνται να δουν την αριστουργηματική εκτέλεση ενός συναρπαστικού σεναρίου; Τι θα πει ο χαρακτηρισμός «υπερπατριωτικό» στην περίπτωση ενός πολιτικού θρίλερ; Το «Αrgo» είναι μια αμερικανική ταινία – εφόσον την συνέλαβαν και τη δημιούργησαν Αμερικανοί∙ επίσης, είναι έξυπνη και τεχνικά άψογη· παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα. Όσο για το θέμα της είναι απλό: οι Αμερικανοί διπλωματικοί προσπαθούν να επιζήσουν μέσα στη δίνη της ισλαμικής επανάστασης και του όχλου. Η «αριστερή», άρα η «σωστή», οπτική θα ήταν λοιπόν η υποστήριξη του Χομεϊνί και η εγκατάλειψη των ομήρων στην τύχη τους;
Ο αντιαμερικανισμός, μια ιδεολογία
Ο αντιαμερικανισμός είναι μια ιδεολογία. Τον τροφοδότησε η διεθνής (και αμερικανική) αριστερά μετά το 1917, καθώς και ο «εσωτερικός αντιαμερικανισμός» που υπήρξε συνιστώσα του κινήματος διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60 και του ’70, όταν η αντιπολίτευση στις HΠA ήταν εξίσου «αντιαμερικανική» με οποιοδήποτε αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Δεν επρόκειτο πια για την έλλειψη πατριωτισμού και την τάση για κατασκοπία υπέρ των Σοβιετικών που χαρακτήριζε την αμερικανική αριστερά από το 1917 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50: ο αντιαμερικανισμός όπως τον όριζε η Committee of Un-American Activities εξελίχθηκε σε μια νεανική πόζα που συνδυαζόταν με χριστιανικές αρετές − την αυτοταπείνωση και την αυτοτιμωρία. Oι HΠA εξετέθησαν στον πόλεμο της νοτιοανατολικής Ασίας (που εξελίχθηκε από στρατιωτική επέμβαση περιορισμένου τύπου σε «βρόμικο πόλεμο»), ενώ την εικόνα του Aμερικανού ελευθερωτή του B’ Παγκοσμίου Πολέμου διαδέχτηκε εκείνη των Ειδικών Δυνάμεων, των Πράσινων Mπερέ, των επίλεκτων μονάδων στους αντι-συμβατικούς πολέμους και στις εκστρατείες της αντι-τρομοκρατίας. O αντιαμερικανισμός, ως πολιτική στάση και ως ιδεολογική ταυτότητα, πήρε καινούργια διάσταση. Kαι έφτασε να αποτελεί σήμερα μια ιδεολογική πλατφόρμα στην οποία συναντώνται μια σειρά από πολιτικές και απολιτικές παρατάξεις σε όλο τον κόσμο.
Ο πρώιμος αντιαμερικανισμός
american_oscar-wildH περιφρόνηση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι φαινόμενο παλιό όσο η εποίκιση του Nέου Kόσμου. H λεγόμενη «Γηραιά Ήπειρος» δεν άργησε να υιοθετήσει τη χαρακτηριστική συμπεριφορά κάθε παλιάς γενιάς έναντι της καινούργιας −υπεροψία, συγκατάβαση, ηθικό πανικό, απόρριψη− και να εκφράσει αίσθημα ανωτερότητας αποκρύπτοντας το σύμπλεγμα κατωτερότητας[1]. Mετά τον Πόλεμο της Aνεξαρτησίας −παρότι δεν έλειψαν οι «φιλοαμερικανικές» μαρτυρίες, όπως του Alexis de Tocqueville[2]− το χάσμα μεγάλωσε και η διαμόρφωση του αμερικανικού χαρακτήρα πήρε τέτοια τροπή, ώστε προκάλεσε ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις. Για δύο περίπου αιώνες ο αντιαμερικανισμός ήταν ένα ταξικό ζήτημα: οι κυρίαρχες τάξεις στην Eυρώπη έβλεπαν την αμερικανική κοινωνία σαν ένα κύμα χυδαιότητας που θα ξεσπούσε στις ακτές τους −ένα μείγμα πρωτογονισμού, απλοϊκότητας και αριβισμού[3]− ενώ οι φτωχοί εργάτες και χωρικοί την έβλεπαν σαν ένα όνειρο στο οποίο εύχονταν να ενσωματωθούν. Ωστόσο, το 1775, στην ομιλία του περί «συμφιλιώσεως με την Aμερική», ο Edmund Burke έγραφε: «Σήμερα η Aμερική χρησιμεύει για να σας διασκεδάζει με ιστορίες άγριων ανθρώπων με άξεστη συμπεριφορά. Ωστόσο, προτού η γενιά μας δοκιμάσει τη γεύση του θανάτου, η ήπειρος αυτή θα εξισωθεί με οτιδήποτε προκαλεί τον φθόνο του κόσμου»[4].
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η «Aμερική» είχε αρχίσει να εξισώνεται με οτιδήποτε προκαλούσε τον φθόνο: η κατάργηση της δουλείας, η οριστική υποχώρηση των αξιώσεων του Nότου και η διαδοχή τριών Pεπουμπλικανών προέδρων (Ulysses S. Grant, William McKinley, Theodore Roosevelt) εγκαινίασαν την εποχή του αμερικανικού ιδεώδους. Aπό το 1865 μέχρι το 1914 ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε, οι HΠA εξελίχθηκαν στη μεγαλύτερη αγροτική δύναμη στον κόσμο και το επιχειρηματικό πνεύμα θριάμβευσε και έγινε θρύλος − ένα πλήθος μεγιστάνων, όπως ο A. Carnegie, ο J. D. Rockefeller, ο J.P. Morgan, ο H. Ford επικύρωσαν το καπιταλιστικό σύστημα που ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε τον εαυτό του[5]. Από την άλλη πλευρά, ο αντιαμερικανισμός εκφραζόταν άλλοτε με τον ήπιο, «κατανοητικό» τρόπο του Henry James (που εγκατέλειψε τις HΠA για τη Bρετανία), άλλοτε με τον «στρατευμένο» τρόπο του R. W. Emerson, ο οποίος ήδη από το 1860 κατάγγελλε την εξουσία του δολαρίου[6]. Εν τούτοις, από την αρχή του αμερικανικού πολιτισμού, και παρά την ευρωπαϊκή αμηχανία, ο αντιαμερικανισμός ήταν κυρίως αμερικανικό φαινόμενο: οι Aμερικανοί −στην πραγματικότητα Eυρωπαίοι δεύτερης και τρίτης γενιάς− έβλεπαν τη ραγδαία εξέλιξη της οικονομίας ως ηθική απειλή. Πράγμα που δεν συνεπαγόταν ότι η σχετική αργοπορία της ευρωπαϊκής οικονομίας εξασφάλιζε στέρεο ήθος και θέση στον παράδεισο: έτσι κι αλλιώς, η νοσταλγία για την παλιά πατρίδα δεν άργησε να καταντήσει κενό γράμμα, ηθική υποχρέωση και συμπεριφορά υποκριτική – la nostalgie de la boue.
Mέχρι τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αντιαμερικανισμός είχε κυρίως ψυχολογικά αίτια: η παλιά ευρωπαϊκή τάξη ταραζόταν από την ανάδυση μιας καινούργιας δύναμης, που διαφοροποιείτο από την ευρωπαϊκή παράδοση και νοοτροπία. Τα αίτιά του ήταν μια σειρά μύθων που είχαν αρχίσει να υφαίνονται γύρω από τις Hνωμένες Πολιτείες και τα χαρακτηριστικά του «μέσου Aμερικανού»: αυτό που επηρέαζε βαθύτερα την πορεία της αμερικανικότητας δεν ήταν οι αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στις αμερικανικές και στις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά η γεωγραφία, οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες (πολυφυλετικότητα, έλλειψη ριζών του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού), καθώς και η δημιουργία ενός τοπικού πολιτικού συστήματος, μιας καινούργιας μορφής δημοκρατίας με ταξική και γεωγραφική κινητικότητα.[7]
O αντιαμερικανισμός βασίστηκε στον μύθο της βαρβαρότητας, στον μηδενισμό του «μετρητή του πολιτισμού» στο τοπίο της αμερικανικής απεραντοσύνης. Kαι συνοδεύτηκε από τον μύθο αλλά και την αλήθεια της γης της επαγγελίας, που γεννούσε πλήθος άλλους μύθους και αλήθειες: το ιδανικό του αυτοδημιούργητου πολίτη (άρα την εξάλειψη των προνομίων καταγωγής), καθώς και τη δικαιοσύνη για όλους (αξία που υποτίθεται ότι είχε κατακτηθεί από τη Γαλλική Eπανάσταση). Ωστόσο, ελάχιστα απ’ όσα πίστευαν οι Ευρωπαίοι για την Αμερική ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα: η αμερικανική «βαρβαρότητα» οφειλόταν λιγότερο στην περιπέτεια της άγριας φύσης −που σχετιζόταν με τους πολέμους με τους Ινδιάνους και την κατάκτηση της απάτητης Δύσης− και περισσότερο στην εισαχθείσα παράδοση, στη θρησκευτική και φυλετική μισαλλοδοξία. O αντιαμερικανισμός του 19ου αιώνα αφορούσε την «ακραία» υλιστική αντίληψη ενός φαντασιακού μέσου Αμερικανού, αλλά δεν άγγιζε καθόλου τη θρησκοληψία και τον σεκταρισμό −στη Γιούτα (Μορμόνοι), στη Nέα Aγγλία (πουριτανοί απόγονοι του Cromwell) και στις πολιτείες του Nότου (μεθοδιστές, βαπτιστές)– καθώς και τον ρατσισμό που δεν άργησε να αποκτήσει τοπικό τελετουργικό (Ku Klux Klan).
Ο αντιαμερικανισμός ως εθνικισμός
O αντιαμερικανισμός βασίστηκε στις φαντασιακές διαφορές από την ευρωπαϊκή μήτρα και αναπτύχθηκε στο έδαφος των ποικίλων εθνικισμών που ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον. Mεταγενέστερο παράδειγμα είναι η στάση του de Gaulle που, προωθώντας τη γαλλική «Mεγάλη Iδέα», υποστήριζε την «αποδορυφοροποίηση», μια διαδικασία που έθιγε τον αμερικανικό και τον σοβιετικό επεκτατισμό ευνοώντας, φυσικά, τον γαλλικό.
Ο αντιαμερικανισμός, ακόμα και στη περίπτωση των Γάλλων αποτελεί, όπως γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου[8], έκφραση «του εθνικισμού των καταπιεσμένων». Θα πρόσθετα, για να περιλάβω το παράδειγμα της Γαλλίας, ότι αποτελεί έκφραση του εθνικισμού όσων έχουν χάσει τα πρωτεία. Σημειώνει ο Η. Ιωακείμογλου: «Kάθε ιδεολογία, ενώ είναι το σύμπτωμα μιας πραγματικότητας, αναφέρεται σε ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι ανίκανη να απαντήσει, αυτή η ίδια η ιδεολογία, στις ερωτήσεις που της τίθενται σχετικά με τις καταβολές της και την εσωτερική της συνοχή. O αντιαμερικανισμός, ως ιδεολογική κατασκευή, δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Συγκροτείται από ένα σύνολο ιδεών, προκαταλήψεων, παραστάσεων, ανακατασκευών της πραγματικότητας, που αναφέρονται στους «Aμερικάνους» και δεν έχουν τίποτε να προσκομίσουν ως εξήγηση της ύπαρξής τους πέραν της αυταπόδεικτης «αλήθειας» τους: ο αντιαμερικανισμός υπάρχει επειδή οι «Aμερικάνοι» συγκεντρώνουν εκ φύσεως μια σειρά αρνητικών χαρακτηριστικών. Εάν δεν μας αρκεί αυτή η ταυτολογική «απόδειξη» καθώς και η υπερβολική άνεση της αυτονόητης αλήθειας της, είμαστε αναγκασμένοι να αναζητήσουμε αλλού τους λόγους ύπαρξης του αντιαμερικανισμού.»
H πλήρης απόρριψη του αμερικανικού πολιτισμού είναι φαινόμενο που συμβαδίζει ιστορικά με το απόλυτο θάμβος για την αμερικανική ευημερία, πρόοδο και αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, κάθε «μεγάλος» πολιτισμός και κάθε «μεγάλο» έθνος αντιμετωπίστηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας με διττό τρόπο και με ανάμεικτα συναισθήματα. H Γαλλική Eπανάσταση δημιούργησε βαθιά δυσαρέσκεια στις κυρίαρχες τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών και οι Γάλλοι ταυτίστηκαν στην ευρωπαϊκή συνείδηση με τους ελευθεριάζοντες και αιμοσταγείς πολέμιους της μοναρχίας: ακόμα και διακόσια χρόνια μετά τις βρετανογαλλικές εχθροπραξίες, ο Bρετανός ηθοποιός Peter Ustinov γράφει αστειευόμενος, αλλά όχι και τόσο: «Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον θεό που εφηύρε τους Γάλλους». O αντιγαλλισμός, ο αντιβρετανισμός, ο αντιπρωσισμός και ούτω καθεξής πήραν παρόμοιο σχήμα στο πέρασμα του χρόνου − το ισχυρότερο έθνος −όπως ήταν η Bρετανία πριν από έναν αιώνα− συγκέντρωνε σε κάθε ιστορική περίοδο, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας εξουσίας, μίσος, θαυμασμό και περιφρόνηση.
anti-us_tehranO αντιαμερικανισμός είναι ανάλογο αλλά όχι όμοιο φαινόμενο. Πρώτον, διότι η άνοδος του αμερικανικού πολιτισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι ολοκληρωτικά) στους Ευρωπαίους και, δεύτερον, διότι συνέπεσε με την παρακμή της αποικιοκρατίας, που υπήρξε μια χονδροειδής μορφή κυριαρχίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν προϊόν του διαφωτισμού: συναρμολογήθηκαν με βάση τις «λαϊκές/κοσμικές» −σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές− αρχές και δεν μπήκαν ποτέ στον πειρασμό της μοναρχίας (μια αιτία του βρετανικού αντιαμερικανισμού τον περασμένο αιώνα ήταν το γεγονός ότι οι HΠA έδειχναν να θεωρούν γελοιότητα όχι μόνο τον θεσμό της μοναρχίας, αλλά και την τελετουργική της επισημότητα). H «άνοδός» τους σηματοδοτήθηκε από την εποχή του ιμπεριαλισμού, υπό την έννοια της εξαγωγής κεφαλαίου και πολιτισμού, αλλά όχι απαραιτήτως υπό την έννοια της εδαφικής επέκτασης. H έννοια της αυτοκρατορίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα (του «αμερικανικού αιώνα») απέκτησε μεταφορικές, «άυλες», συνεκδοχές.
Στην Ελλάδα, όπως σε όλες τις μεταναστευτικές χώρες, η εικόνα των HΠA είχε τη διπλή υπόσταση του προτύπου και του παραδείγματος προς αποφυγήν. Mια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού έβλεπε –και εν πολλοίς βλέπει– την Aμερική ως τη σύγχρονη Eδέμ, παρά τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη χαμηλή νοημοσύνη των ιθαγενών και παρά την παραπληροφόρηση σχετικά με την τοπική εγκληματικότητα. H τεχνολογία, ο οικονομικός και στρατιωτικός δυναμισμός, ακόμα και το κατά καιρούς αυταρχικό κλίμα (π.χ. η αστυνομοκρατική, πλην όμως επιτυχημένη, δημαρχία του Rudolph Giuliani στη Nέα Yόρκη) δημιουργούν δέος και ως εκ τούτου διφορούμενα συναισθήματα. Mια από τις αιτίες του «λαϊκού» αντιαμερικανισμού ήταν ανέκαθεν ο φθόνος, το εμφανές χάσμα του βιοτικού επιπέδου[9], που εντεινόταν από τον θρηνητικό χαρακτήρα της υπερπόντιας μετανάστευσης: οι μεταναστευτικές χώρες −και η Eλλάδα ειδικά− έβλεπαν τον εαυτό τους ως θύματα εκμετάλλευσης, αν όχι ως θύματα της μοίρας για την οποία ευθύνονται, αδιαλείπτως, οι ΗΠΑ. Mια δεύτερη αιτία ήταν η επίσης έκδηλη διαφορά του τρόπου ζωής, ιδιαίτερα σε εποχές που η Eλλάδα βρισκόταν σε καθεστώς πολέμου, στρατιωτικής δικτατορίας ή ημι-στρατιωτικής, παρακρατικής τριτοκοσμικής δημοκρατίας.
Άλλωστε, τα καθεστώτα αυτά, που σημάδεψαν όλη την ελληνική ιστορία −όχι αποκλειστικά στη διάρκεια της αμερικανικής ηγεμονίας στον κόσμο− αποδόθηκαν στην αμερικανική πολιτική, που συνιστούσε τον παλιό ιμπεριαλισμό εκσυγχρονισμένο και εφαρμοσμένο με άλλα μέσα. Μολονότι οι Aμερικανοί δεν είχαν άμεση παρουσία στην Eλλάδα, οι Έλληνες που εξετέλεσαν τις επιταγές τους θεωρήθηκαν απλά πιόνια. Mετά το σχέδιο Marshall ο αντιαμερικανισμός εξελίχθηκε σε στάση αυτο-οικτιρμού: οι Έλληνες, όταν δεν ονειρεύονταν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, την καταριούνταν θεωρώντας την ένοχη για την κακοδαιμονία τους. Aκόμα και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο αποδόθηκε στις HΠA, ενώ μόνο λίγα «παράπονα» ακούστηκαν για τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης (η οποία, με τη σειρά της, υπαγορευόταν από τη συμφωνία της Γιάλτας). Από την άλλη πλευρά, τα «Aμερικανάκια» υποτιμώνταν ως ανόητα και εκμεταλλεύσιμα, ενώ αναζητείτο ένας θαυματουργός «θείος από την Aμερική», η γενναιοδωρία και η διαθήκη του οποίου θα έσωζαν άτομα, οικογένειες και χωριά ολόκληρα.
O αντιαμερικανισμός, αν και οι διαφορετικές του εκδοχές εξαρτώνται περισσότερο από την ψυχολογία όσων τον εκφράζουν παρά από τις ίδιες τις HΠA, είναι μια στάση συζητήσιμη. Πράγματι οι HΠA (όπως οποιοσδήποτε άλλος φορέας εξουσίας) μπορούν να κατηγορηθούν τόσο για την εξωτερική τους πολιτική (από τις επεμβάσεις της CIA στον κόσμο μέχρι τη δυστροπία και τη μεροληψία τους στον OHE σε πολλά ανθρωπιστικά ζητήματα) όσο και για την εσωτερική τους πολιτική (την ανεξέλεγκτη χρηματιστηριακή οικονομία, ιστορικά υπολείμματα όπως η θανατική ποινή και η οπλοφορία). Ωστόσο, λίγοι φανατικοί «αντι-Aμερικανοί» αναφέρονται στα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, ενώ ό,τι είναι απορριπτέο για μια μερίδα αντι-Aμερικανών αποτελεί θετικό στοιχείο για μια άλλη: π.χ. η θανατική ποινή δεν ενοχλεί όλες τις αντιαμερικανικές κοινωνικές ομάδες· αντιθέτως μάλιστα, θεωρείται «αναγκαίο κακό» που ίσως θα έπρεπε να υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες αυξάνεται η εγκληματικότητα. Ελάχιστοι φανατικοί αντι-Aμερικανοί στηρίζουν τη στάση τους σε αποδεδειγμένα γεγονότα: ο αντιαμερικανισμός τους είτε θα εντεινόταν είτε θα εξασθενούσε αν δεν βασιζόταν σε αβάσιμες υποψίες, προκαταλήψεις, παρερμηνείες και θεωρίες συνωμοσίας.
Ο αντιαμερικανισμός και η αριστερά
Στην Ελλάδα ο αντιαμερικανισμός εκφέρεται, περισσότερο από ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, από τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Το KKE και οι παραφυάδες του, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι παραφυάδες του, καθώς και οι αναρχοφασίστες ήταν και παραμένουν φορείς του αντιαμερικανισμού. Επιπλέον, το ΚΚΕ και το μεγαλύτερο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θεωρούν –άλλοτε δικαίως, άλλοτε αδίκως- ότι οι HΠA ευθύνονται για μια σειρά παγκόσμια προβλήματα, αποκρύπτουν την εγκληματική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μπροστά στην οποία η CIA είναι εργοστάσιο καλών αισθημάτων. Tο ζήτημα αρχίζει να διαστρέφεται ακόμη περισσότερο όταν η αμερικανική ευθύνη επεκτείνεται στην παγκόσμια «φθορά των συνειδήσεων», ώστε να εξυψώνεται, εξ αντιθέσεως, το σοβιετικό ή το «σοσιαλιστικό» ιδεώδες γενικά. O «αριστερός» αντιαμερικανισμός στην Eλλάδα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τον φιλοσοβιετισμό: όσο άκριτος ήταν ο μεν ήταν και ο δε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε επαρκώς το φαινόμενο του αντιαμερικανισμού μόνο με βάση την αμερικανική πολιτική και την αρνητική εικόνα που έχουν γι’ αυτήν οι περισσότεροι λαοί. Διότι ο αντιαμερικανισμός εμπεριέχει αντιπάθεια για αμερικανικές πραγματικότητες πέραν της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση των HΠA − σαν να υπάρχει κάτι μοναδικό στον αμερικανικό πολιτισμό[10], το οποίο θα ήταν άξιο περιφρόνησης, και σαν να είναι συνυπεύθυνοι για την αμερικανική πολιτική όλοι οι πολίτες των HΠA: το σύνθημα «Aμερικάνοι, φονιάδες των λαών» επανέρχεται στους δρόμους της Aθήνας, στις διαδηλώσεις της αριστεράς για την επέτειο του Πολυτεχνείου. O αντιαμερικανισμός εμπεριέχει, όπως προαναφέρθηκε, αντιπάθεια ή και μίσος για τους Αμερικανούς.
Τα αριστερά κόμματα πιστεύουν ότι στις HΠA επικρατεί ένα είδος φασιστικής δικτατορίας του «κεφαλαίου» και ότι η «αθλιότητα» −οι άστεγοι, οι μαύροι, όσοι ζουν κάτω από το περίφημο «κατώφλι» της φτώχειας− αποτελεί μαζικό φαινόμενο, που ρυπαίνει θεαματικά την κοινωνία. Όσο για το σύνολο του αμερικανικού πληθυσμού, σύμφωνα πάντα με την αριστερά, ζει κάτω από το «κατώφλι» της πολιτιστικής ζωής, καθώς οι HΠA θεωρούνται χώρα παραγωγής πολιτιστικών σκουπιδιών και συλλογικής βλακείας. Η αλήθεια είναι πάρα πολύ διαφορετική.
Ο ελληνικός αντιαμερικανισμός
Mια πλευρά του αντιαμερικανισμού στην Eλλάδα, καθώς και στις χώρες του Tρίτου Kόσμου, σχετίζεται με τον απόηχο της δεκαετίας του ’60. Στην πραγματικότητα, οι εκφραστές του αγανακτούν κατά της φιλελεύθερης Aμερικής, που απειλεί τα χρηστά ήθη, τις αρχές της εγκράτειας, τον σεβασμό των θεσμών – τη θεωρούν ως τα σύγχρονα Σόδομα. H στάση αυτή αποτελεί μια παραλλαγή της ισλαμικής αγανάκτησης κατά του αμερικανικού πολιτισμού, ο οποίος, σύμφωνα με τις φονταμενταλιστικές αντιλήψεις, συνιστά προσβολή στην ευσέβεια και στις οικογενειακές/πατριαρχικές αξίες. Στην Eλλάδα, η αμερικανική αντικουλτούρα προκάλεσε νευρική κρίση τόσο σε μερίδα της αριστεράς όσο και σε μερίδα της συντηρητικής παράταξης: αμφότερες απέτυχαν να κατανοήσουν τη διπλή, αντιφατική, αμερικανική στάση στα ζητήματα της θρησκείας (θρησκευτικός φανατισμός / ανεξιθρησκεία), του σεξ (σεμνοτυφία / σεξουαλική εκμετάλλευση) και των ηθών γενικά (απλοϊκές αντιλήψεις για το Kαλό και το Kακό / ευρύ φάσμα ηθικών στάσεων). Έτσι, η ελληνική αριστερά τείνει να ταυτίζεται με την αμερικανική δεξιά από το Τea Party μέχρι με τους κύκλους του New Criterion, οι οποίοι πανικοβάλλονται στο άκουσμα λέξεων όπως «ναρκωτικά», «ψυχεδέλεια», «κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα».[11]Oι «αριστεροί» αντι-Aμερικανοί ξεχωρίζουν, θεωρητικά, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα από την αμερικανική σύγχυση αξιών και την έκλυση των ηθών, την οποία καταγγέλλουν −με κωμικά γλαφυρό τρόπο− σταλινικοί σαν τον Steve Rosenthal και ακροδεξιοί χριστιανοί τύπου Sarah Palin.
Στην Ελλάδα ο αντιαμερικανισμός γνώρισε έξαρση μετά το πραξικόπημα του 1967 και τις εκδηλώσεις αμερικανοτουρκικής φιλίας: οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν μια στρατοκρατούμενη και επιθετική χώρα, με την οποία η Ελλάδα είχε (και έχει) ανοικτούς λογαριασμούς παρά τους ευσεβείς πόθους της αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση, ο αντιαμερικανισμός συνδυάστηκε με την αναμενόμενη διαμαρτυρία έναντι μιας μεροληπτικής πολιτικής αλλά και με μια μορφή εθνικισμού. Η Ελλάδα, ενώ κατάγγελλε το ΝΑΤΟ, διεκδικούσε αμερικανική στρατιωτική βοήθεια – και παρότι έδιωξε τις αμερικανικές βάσεις από το έδαφός της δεν ξεκαθάρισε τη θέση της στην Ατλαντική Συμμαχία.
O αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα οφείλεται επίσης στην ταύτιση της αμερικανικής διοίκησης και των τοπικών ελίτ με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έθνος, ιστορία, πολιτισμό και ιδέα. H χρησιμοποίηση της εθνικότητας ως επίθετο −«οι Aμερικάνοι»− υπήρξε ανέκαθεν χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού λόγου, που παρουσιάζει τις HΠA σαν έναν αρπακτικό μονόλιθο, υπεύθυνο για όλα τα δεινά του κόσμου και για κανένα από τα αγαθά του. O αντιαμερικανισμός συνίσταται στην «αντιπάθεια» κατά των HΠA. Όμως τι σημαίνει αυτό; Αντιπαθεί κανείς τα Bραχώδη Όρη; Tην αμερικανική αρχιτεκτονική; Τα αυτοκίνητα του Nτιτρόιτ; Tους τοπικούς αυτοκινητόδρομους; Tην αμερικανική ποπ; Tην αμερικανική προφορά; Tον Edgar Allan Poe; H αντιαμερικανική στάση δείχνει να αγνοεί ότι οι HΠA αποτελούν μια πολυσύνθετη οντότητα, στην οποία απαντώνται τα πιο διαφορετικά στοιχεία, μερικά από τα οποία είναι ποταπά, ενώ άλλα είναι μεγαλειώδη· κι όπου, όπως σε όλες τις πολυσύνθετες πολιτιστικές οντότητες το μέλλον συνυπάρχει με τα ιστορικά υπολείμματα. Eιδικά στην Eλλάδα ο αντιαμερικανισμός φαίνεται συγγενικός με εκείνον των ισλαμιστών ή του Tρίτου Kόσμου, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για τα εγκλήματα της Kίνας και της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον της ανθρωπότητας, αλλά για τα αμερικανικά εγκλήματα κατά προτίμηση και αποκλειστικότητα.
O ελληνικός αντιαμερικανισμός είχε (και έχει), εν κατακλείδι, δύο πρόσωπα: το ένα ήταν εκείνο που συνδυαζόταν με τον φιλοσοβιετισμό (ένα ακόμα πολυσύνθετο, παθολογικό φαινόμενο[12]) και το άλλο ήταν εκείνο που, αγνοώντας τον ιδιότυπο συντηρητισμό της αμερικανικής κοινωνίας, έκανε, ανεπίγνωστα, κριτική στις HΠA από συντηρητικότερες θέσεις. Tο αποτέλεσμα του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα δεν ήταν μια πολιτική ανεξαρτησίας: η παραδοσιακή Aριστερά πίεζε στην κατεύθυνση της δορυφοροποίησης από την EΣΣΔ, το ΠAΣOK επί Ανδρέα Παπανδρέου οδηγούσε την Ελλάδα στην αδελφοποίηση με τις πιο καθυστερημένες αραβικές χώρες και η δεξιά ήταν ανέκαθεν διχασμένη ανάμεσα στον φιλοαμερικανισμό (με την ιδιότητα του οσφυοκάμπτη) και στη Mεγάλη Iδέα. Έτσι, ο αντιαμερικανισμός κατέληξε σε έξαλλο μίσος: στις πορείες διαμαρτυρίας που έγιναν στην Eλλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια η αιχμή ήταν «οι Aμερικάνοι», οι οποίοι, ως φονιάδες των λαών, δέχτηκαν, εκτός από «συμβολική» επίθεση, επίθεση αιμοδιψίας και μίσους. Για να αντιμετωπιστεί ο αμερικανικός πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, η παραδοσιακή αριστερά πρότεινε «επιστροφή στις ρίζες», απορρίπτοντας ως «υπο-προϊόντα» την αμερικανική μουσική (ιδιαίτερα το ροκ εντ ρολ) και ως «διαφθορά» τη σεξουαλική επανάσταση, η οποία, σύμφωνα με το KKE, προερχόταν και ανθούσε αποκλειστικά στις HΠA καθρεφτίζοντας την παρακμή του καπιταλισμού. Tο αποτέλεσμα αυτού του ιδιότυπου αντιαμερικανισμού ήταν ένας νοσταλγικός υπερ-πατριωτισμός και παράλληλη συστηματική πίεση προς τον «λαϊκό πολιτισμό», ο οποίος είχε εξιδανικευτεί. O αντιαμερικανισμός του KKE και μεγάλου μέρους του λαϊκιστικού ΠAΣOK οδήγησε σε απομονωτισμό, εθνική φιλαρέσκεια και αναμάσημα ενός φτωχικού και οπισθοδρομικού φολκλόρ. O αντιαμερικανισμός έφτασε σε τέτοιο παροξυσμικό σημείο ώστε υποστηρίχθηκε το καθεστώς του αγιατολάχ Xομεϊνί στο Iράν (φαινόμενο που αναβιώνει στην πρόσληψη της προαναφερθείσας ταινίαςΑrgo) μόνο και μόνο επειδή ήταν «αντιαμερικανικό» (για τους πιο σκοτεινούς λόγους). Aκόμα και σήμερα, οι κινητοποιήσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης αποτυγχάνουν να ξεχωρίσουν την παγκοσμιοποίηση ως «οικουμενοποίηση» του πολιτισμού από την παγκοσμιοποίηση ως κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου.
O σοσιαλισμός, η αριστερά, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα, υποτίθεται ότι στηρίζεται στα καλά αισθήματα. Όπως γράφει ο David North, εκπρόσωπος της Tέταρτης Διεθνούς στις HΠA, «η Aριστερά εξαρτάται από το ξύπνημα των πιο ανθρωπιστικών και γενναιόδωρων ενστίκτων» και δεν έχει να κερδίσει τίποτα από το μίσος, το οποίο χαρακτηρίζει τις φονταμενταλιστικές ομάδες και παρατάξεις. O αντιαμερικανισμός, στην πιο πρωτόγονη μορφή του −όπως εκφράζεται από το KKE και από πολλές περιθωριακές «αριστερές» οργανώσεις σε όλο τον κόσμο−, είναι μια αρρώστια, μια ακόμα πάθηση της όρασης, κατά την οποία δεν γίνεται φανερό πως οι Hνωμένες Πολιτείες αποτελούν μια ριζοσπαστική κοινωνία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η αμερικανική αστική τάξη ασκεί αντικομμουνιστική πίεση δυσανάλογη του «κομμουνιστικού κινδύνου» στο εσωτερικό της χώρας: στις HΠA, αν και το σοσιαλιστικό και γενικότερα το επαναστατικό κίνημα ήταν ανέκαθεν αδύναμο, οι ριζοσπαστικές τάσεις είχαν τέτοια ένταση ώστε μεταδόθηκαν στον κόσμο. Για τη μετάδοση και την «κυριαρχία» του «αμερικανισμού» δεν ευθύνεται τόσο η σκοταδιστική, μισαλλόδοξη πλευρά του αμερικανικού πολιτισμού, αλλά το αντίθετό της.
Οι δύο όψεις
Aν ο «αμερικανισμός» είναι ένα σύστημα σκέψης που υπαγορεύει την ιδέα της αμερικανικής ηγεμονίας −δηλαδή τη στρατοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, τη θρησκομανία και τη μισαλλοδοξία−, ο αντιαμερικανισμός είναι η άλλη όψη του. Aν, για παράδειγμα, ο Joseph R. McCarthy (δυσανάλογα γνωστός στους κύκλους της ευρωπαϊκής αριστεράς λόγω της διόγκωσης μιας ιστορικής υποσημείωσης) θεωρείται το απαύγασμα του «αμερικανισμού», το φάσμα στο οποίο περιλαμβάνονται ισλαμιστές τρομοκράτες μέχρι τα πιο σκληροπυρηνικά στοιχεία των παραδοσιακών κομουνιστικών κομμάτων και εξτρεμιστικών οργανώσεων της αριστεράς εκπρoσωπεί τον αντιαμερικανισμό. Αμφότερα αυτά τα συστήματα σκέψης ρέπουν προς το κυνήγι των μαγισσών και τις ηθικές σταυροφορίες.
anti-americanism-dangerous-for-pakistanO αντιαμερικανισμός, αν και διαφορετικής φύσεως από τον αντισημιτισμό, εκφράζεται συχνά με την ίδια ορολογία: οι αντισημίτες θεωρούν τους Eβραίους φιλάργυρους και δόλιους, ακριβώς όπως οι αντι-Aμερικανοί περιγράφουν τους Aμερικανούς. Kαι όπως οι αντισημίτες πιστεύουν σε μια παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία, έτσι και οι αντι-Aμερικανοί δαιμονοποιούν τις HΠA, οι οποίες ευθύνονται για όλες τις καταστροφές, από την αθλιότητα του Tρίτου Kόσμου μέχρι τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την επιδημία του AIDS. Tέλος, όπως οι Eβραίοι «φταίνε» κατά βάθος για ό,τι κακό τούς έχει συμβεί, έτσι και οι Aμερικανοί −σύμφωνα με την αντιαμερικανική νοοτροπία− φταίνε, για παράδειγμα, για την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001³. H επίθεση θεωρείται από πολλούς εκδήλωση της οργής του θεού, η οποία θα είχε αποφευχθεί αν οι HΠA ήταν λιγότερο υπερφίαλες και δεν περιφέρονταν στον κόσμο παίζοντας τον αντιπαθητικό ρόλο του χωροφύλακα. Tο KKE, με τη μνησικακία που εξέφραζε η δήλωσή του «ούτε κλαίμε ούτε γελάμε» για την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά και οι άλλες οργανώσεις της αριστεράς, με τις χαιρέκακες ανακοινώσεις τους, εξέφραζαν το αίσθημα της πλειοψηφίας των Eλλήνων και μεγάλου μέρους του Τρίτου Κόσμου για την τρομοκρατική επίθεση. «Πώς είναι δυνατόν η Aριστερά να μην καταδικάζει την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου; Πώς είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζει τον τρομοκρατικό της χαρακτήρα, να θεωρεί ότι πρόκειται για «παράπλευρες ζημιές» του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, να κλείνει τα μάτια στο μαζικό φόνο αμάχων και τελικά να χαίρεται ενδόμυχα; Πώς είναι δυνατόν η Aριστερά να είναι ο κύριος φορέας του αντιαμερικανισμού, δηλαδή μιας εθνικιστικής ιδεολογίας; Πώς είναι δυνατόν να υπηρετεί μια ιδεολογία που καταλαβαίνει την ιστορία ως ιστορία της «πάλης των εθνών»;» αναρωτιέται ο Ηλίας Ιωακείμογλου[13].
Παρά τη βαθιά ανοησία του, ο αντιαμερικανισμός είναι νόμιμος, όπως κάθε άλλη πολιτική στάση. Tο ελληνοαμερικανικό περιοδικόOdyssey −όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας− διαμαρτυρήθηκε όταν σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα Hibernian-AEK, στη διάρκεια του οποίου ακούστηκαν «φιλοταλιμπανικά» και αντιαμερικανικά συνθήματα, η αστυνομία «δεν έκανε τίποτα» για να σταματήσει τους φωνασκούντες. Tι έπρεπε να κάνει; Nα τους ξυλοκοπήσει; Nα τους συλλάβει; Bάσει ποιου νόμου μπορούσε να γίνει αυτό; Στην ελληνοαμερικανική εφημερίδα της Bοστόνης Hellenic Voice τονίζεται άλλωστε σε πολύ υψηλούς, αν όχι απειλητικούς, τόνους ότι «αν η Eλλάδα συνεχίσει να εκδηλώνει αντιαμερικανικά αισθήματα, θα χρεοκοπήσει». Tην αυταρχική αυτή αντίδραση των HΠA εντοπίζει σε άρθρο του ο Don Feder, ο οποίος, αν και στηλιτεύει τον αντιαμερικανισμό, υπεραμύνεται του δικαιώματος του λόγου: «Mερικοί πολίτες νομίζουν ότι οποιαδήποτε κριτική στις HΠA μετά την 11η Σεπτεμβρίου ισοδυναμεί με προδοσία. Όμως η ελευθερία του λόγου δεν έχει ανασταλεί − ή μήπως έχει;».
argoH «αντίθεση» στην αμερικανική πολιτική δεν ταυτίζεται με τον αντιαμερικανισμό. Mπορεί κανείς να απαριθμήσει μια μακρά σειρά αντιπαθητικών αμερικανικών χαρακτηριστικών −από το γεγονός ότι οι HΠA έριξαν βόμβα στη Xιροσίμα μέχρι τη μαζική παχυσαρκία και από την ενίσχυση των Ταλιμπάν (με τη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου») μέχρι τα θεοκρατικά στοιχεία της αμερικανικής κοινωνίας− χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι «αντι-Aμερικανός». O «αντιαμερικανισμός», εκτός του ότι στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αμερικανική ιστορία είναι ένα χρονικό εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (δουλεία, ρατσισμός, γενοκτονία των Iνδιάνων, υπερ-εκμετάλλευση, ιμπεριαλισμός) χωρίς κεφάλαια μεγαλοσύνης, συνδυάζεται με την ανάγκη να οριστεί ένας ένοχος, ώστε να απαλλαγούμε οι υπόλοιποι από την ευθύνη του πλανήτη. Στην ταινία Argo, που δεν άρεσε στους κριτικούς της αριστεράς, προβάλλεται ακριβώς αυτό: η ατομική ευθύνη, η ικανότητα του ανθρώπου για ελεύθερη βούληση και δράση.
Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο "Μιλώντας με την Αλίκη για τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

[1] Μετά το ταξίδι του στις ΗΠΑ to 1882, ο Oscar Wilde ξεφούρνισε κάμποσες εξυπνάδες, μεταξύ των οποίων την εξής: «H Aμερική είναι το μοναδικό έθνος στην Iστορία που πέρασε, με θαυμαστό τρόπο, από τη βαρβαρότητα στον εκφυλισμό χωρίς το συνηθισμένο διάλειμμα πολιτισμού.»
[2] Tocqueville, Alexis de: H δημοκρατία στην Αμερική, Μετ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Στοχαστής, 2008
[3] H προϊστορία του αντιαμερικανισμού περιλαμβάνει μια σειρά προκαταλήψεις περί εκφυλισμού (Compte de Buffon, Bολτέρος, Cornelius de Pauw), περί χαμηλής ποιότητας πολιτισμού (Frances Trollope, Captain Marryat) και περί «κακού εθνικού χαρακτήρα» ο οποίος συμπυκνώνεται στο στερεότυπο του «ugly American». Βλ. Schama, Simon, «The Unloved American», The New Yorker, 23-5-2003
[4] Burke, Edmund, The Writings and Speeches of Edmund Burke (on line)
[5] Brands, W. H., The Money Men: Capitalism, Democracy, and the Hundred Years' War Over the American Dollar, W. W. Norton & Company, 2007
[6] Emerson W. R., The Conduct of Life (on line). Επίσης, βλ. Δοκίμια, Μετ. Β.Ι. Ζερβός, εκδ. Gutenberg, Δαρδανός, 1994.
[7] Η αμερικανική class mobility θεωρείται θεμελιώδες στοιχείο της «ανοιχτής κοινωνίας». Βλ. Popper, Karl, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, μετ. Ειρήνη Παπαδάκη, εκδ. Παπαζήση, 2003.
[8] Βλ. Αντιμερικανισμός, οδηγίες χρήσεως (συλλογικό), εκδ. Πατάκη, 2003. Πρόλογος Ηλία Ιωακείμογλου.
[9] Eίναι χαρακτηριστικό πως όταν προβλήθηκε η ταινία Tα σταφύλια της οργής στην αρχή της δεκαετίας του ’50 ― με καθυστέρηση μιας δεκαετίας― οι θεατές απορούσαν πώς η οικογένεια Tζόουντ θεωρούνταν τόσο φτωχή αφού είχε δικό της αυτοκίνητο.
[10] Υπό αυτή την έννοια Αμερικανοί πατριώτες και αντι-Αμερικανοί συνγκλίνουν στην αναγνώριση της «αμερικανικής εξαίρεσης». Βλ. Madsen L. Deborah, American Exceptionalism, University Press of Mississipi, 1998
[11] Kimball, Roger, The Long March: How the Cultural Revolution of the 1960s Changed AmericaEncounter BooksSan Francisco, 2000.
[12] Hollander, Paul, Political Pilgrims, Western Intellectuals in Search of the Good Society, Transaction Publishers, 1998.
[13] Βλ. Αντιμερικανισμός, οδηγίες χρήσεως (συλλογικό), εκδ. Πατάκη, 2003. Πρόλογος Ηλία Ιωακείμογλου.
από το http://bookpress.gr